Χρήστος Κελλάρης - Ποιήματα & Stories: 2008

Ελάχιστα λόγια για τον ιστότοπο..

Ο Χρήστος Κελλάρης γεννήθηκε το Μάη του 1984 στη Θεσσαλονίκη και είναι Πολιτικός Μηχανικός. Δεν ζει εκεί. Αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση και την λογοτεχνία στην ηλικία των 17 από ένα λάθος.

Το 2006 ξεκίνησε την πρώτη του ποιητική απόπειρα. Πρόκειται για μία συλλογή που απαρτίζεται από αρκετά ποιήματα, και έχει τίτλο: «Μια γουλιά ακόμα».

Το 2007 δημιουργεί τον πρώτο του προσωπικό ηλεκτρονικό χώρο στη διεύθυνση http://Kellaris.Blogspot.Com με σκοπό να αναρτήσει μερικές από τις σκέψεις του..

Γράφει αραιά και που και δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός.

Σας ευχαριστεί για την επίσκεψή σας.

«Μια γουλιά ακόμα»

«Μια γουλιά ακόμα»
Το εξώφυλλο της συλλογής

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

«ΕΞΕΛΙΞΗ»

Θα γεννηθούμε σε κάποια άχρωμη πόλη
με βρόμικο αέρα.
Θα βιώσουμε τη μοναξιά
και τις συνέπειές της στο έπακρο,
ενόσω σταδιακά θα χάνουμε τη γενετήσια αίσθηση του Κάλλους.
Και πριν ακόμα καταλάβουμε αυτό που απωλέσαμε,
θα γίνουμε Πολίτες «ενεργοί».
Θα υπηρετήσουμε «Πατρίδες Αχάριστες»
και θα εκλέγουμε τους προεστούς μας
όποτε αυτοί μας το μηνύσουν.
Θα χάνουμε λεπτό με το λεπτό την αξιοπρέπεια μας,
και θα κολλούμε ένσημα,
και θα πληρώνουμε φόρους,
και θα οδηγούμε σε δρόμους που καταλήγουνε στο πουθενά.
Και έπειτα, θα μάθουμε να υποφέρουμε τις νύχτες
και να υπομένουμε τις μέρες μας.
Θα μάθουμε να υπακούμε στις προσταγές
της σύγχρονής μας εποχής,
επειδή κάποιοι πιο ηλίθιοι από εμάς
θα πλάθουνε τη συμπεριφορά μας,
τη διασκέδαση,
και τη τέχνη στο όνομα του «σύγχρονου».
Και εμείς θα συμφωνούμε δίχως σκέψη.
Και ύστερα θα έρθει η απελπισία.
Και θα πυκνώσουν οι στιγμές
που θα στρέφουμε τα πονεμένα μας μάτια στο χώμα μιας πατρίδας πουλημένης παρακαλώντας τον δρόμο,
να μας φτάσει στην αρχή.
Μα θα είναι αργά.
22/9/08


ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΥ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ… ΓΙΟΡΤΕΣ

Όπως κάθε μήνα έτσι και για αυτόν, έχω να παραθέσω μερικές λογοτεχνικές μου προτάσεις. Τα μάτια μου έχουν κάνει μερικά περάσματα απ’ τις σελίδες αυτών των έργων (και έμειναν χορτασμένα για αρκετές ημέρες!).
Πρόκειται για βιβλία που διαβάζονται από λίγους αλλά… εκλεκτούς!

- Και έχουν να αφήσουν δύο-τρία πράγματα στον απαιτητικό τους αναγνώστη!
- Συμφωνώ…


CHARLES BUKOWSKI
ΝΕΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑΡΗ
Εκδόσεις: Ηλέκτρα, Σελίδες: 634
Ημ. Έκδοσης: Οκτώβριος 2008

Χυδαίος, ακόλαστος, αθυρόστομος, βλάσφημος, βωμολόχος, πορνογράφος, βίαιος, αλήτης, μισογύνης, σεξιστής, κυνικός, όνειδος για την οικογένεια, το έθνος, την κοινωνία, ο Μπουκόφσκι συναντάει τους ήρωές του στις φτωχογειτονιές και στα μπαρ, στα παγκάκια των πάρκων, στα φτηνά ενοικιαζόμενα δωμάτια και στα φτωχοκομεία, στο περιθώριο δηλαδή της σύγχρονης κοινωνίας. Τους παρατηρεί, τους συμπονάει, τους αντιπαθεί, πίνει και δέρνεται μαζί τους αλλά -σε κάθε περίπτωση- ενσαρκώνουν για αυτόν το ιδανικό πρότυπο ζωής.
Το ποτό, τα ναρκωτικά, ο αχαλίνωτος έρωτας, η χυδαία γλώσσα, η βία δεν προβάλλονται από τον Μπουκόφσκι ως μέσα μιας καλλιτεχνικής απελευθέρωσης, αλλά ως καθημερινές εμπειρίες του περιθωρίου και της εργατικής τάξης από την οπτική γωνία των οποίων και περιγράφονται.
Ο ποιητής και αφηγητής των εκατοντάδων μικρών καταστροφών, προσωπικών και πανανθρώπινων, δημιουργεί με τη γραφή του μια ανθρώπινη κωμωδία, τόσο με την έννοια του έργου που αγκαλιάζει το σύνολο της ανθρώπινης ζωής όσο και με τη διαρκώς παρούσα σε αυτό διάσταση του χιούμορ. Συνδυάζοντας τη μικρή, καίρια και ευθύβολη φράση με την απερίφραστη βωμολοχία και την ακραία προγραμματική ειλικρίνεια δημιουργεί ένα μείγμα όπου το χιούμορ τινάζει τους σπινθήρες του σε κάθε γύρισμα της σελίδας.
Ο Μπουκόφσκι είναι σε μεγάλο βαθμό ένας ερωτικός συγγραφέας. Στα βιβλία του άλλοτε περισσεύει η πορνογραφική και βωμολοχική διάθεση, άλλοτε παρασύρεται από τη γελοιογραφική και σαρκαστική του διάθεση και άλλοτε, όχι σπάνια, αποκαλύπτεται η ρομαντική ακόμη και μυστικιστική του ψυχή.



Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ
FRANZ KAFKA
Εκδόσεις: Επίκουρος, Σελίδες: 59
Ημ. Έκδοσης: 01/01/1971

Περιεχόμενα: 13 ανέκδοτα διηγήματα
Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ
Ένα παλιό φύλλο
Για το ζήτημα των νόμων
Ο θυρεός της πόλης
Μια διασταύρωση
Γιοζεφίνα, η τραγουδίστρια, ή ο λαός των ποντικιών
Για τις αλληγορίες
Επιστροφή στο σπίτι
Μικρό παραμύθι
Η παρέα
Ο συνήγορος
Η αναχώρηση
Ο γύπας

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

«ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ..»


Βρήκα μια φωτογραφία της,
ανάμεσα σε έναν τεράστιο σωρό από δεδομένα ψηφιακά.
Και το τσιγάρο άρχισε στα δάκτυλά μου να χορεύει.
Περπάτησα
μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου.
Ακούμπησα στον τοίχο ζαλισμένος
και έκρυψα το πρόσωπό μου
με τις παλάμες μου που μοιάζαν διαφανής.
Κατέρρευσα.
Σωριάστηκα
και βρέθηκα στον Άδη τρομαγμένος.
Τόσο απλά.
Κι’ ύστερα,
η πρώτη σκέψη που πέρασε απ’ το μυαλό μου
ήταν εκείνη που διακαώς
τόσο καιρό απέφευγα να κάνω.
Και τώρα τι;
Η τρέλα βρίσκεται ακόμα στο μυαλό μου
μόνο που τώρα στη ψυχή μου
κάτι έχει αλλάξει.
5/10/08

ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΗ


ΠΙΟΤΡ ΚΡΟΠΟΤΚΙΝ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ
Εκδόσεις: ΝΗΣΙΔΕΣ Σελίδες: 289

Περιγραφή: Αυτοβιογραφία ενός πρίγκηπος-επαναστάτου: Με αυτό τον τίτλο δημοσιεύτηκε στα ελληνικά, το 1930, η μετάφραση του πρώτου μέρους του ανά χείρας βιβλίου.
Το βιβλίο αυτό το Πετρ Κροπότκιν (1842-1921) πρωτοεκδόθηκε στα αγγλικά το 1899. Τρία χρόνια μετά, μεταφράστηκε στα ρωσικά αλλά εκδόθηκε στο Λονδίνο, εξ αιτίας της τσαρικής λογοκρισίας. Στον πρόλογό του στη ρωσική έκδοση του 1902, ο συγγραφέας γράφει:
"Άρχισα να γράφω το βιβλίο μου φυσικά στα ρωσικά. Το πρώτο μέρος, Παιδικά χρόνια, είχε ήδη γραφεί όταν πήγα στην Αμερική το φθινόπωρο του 1897. Στην Αμερική, γνωρίστηκα με τον συμπαθέστατο Ουόλτερ Πέιτζ, που εξέδιδε το περιοδικό Atlantic Monthly. Αυτός με έπεισε να συνεχίσω να γράφω, να ολοκληρώσω το βιβλίο και να το δημοσιεύσω σε συνέχειες στο περιοδικό του"
Ο Κροπότκιν έγραφε τα κεφάλαια στα αγγλικά, για να δημοσιευτούν στο περιοδικό, αλλά έγραφε το κάθε κομμάτι και στα ρωσικά, για να έχει ακέραιο το κείμενο και στις δύο γλώσσες. Αλλά αυτό απαιτούσε χρόνο, που δεν του περίσσευε, κι έτσι ολοκλήρωσε μόνο το αγγλικό κείμενο .



ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Εκδόσεις: ΥΨΙΛΟΝ Χρονολογία Εκδοσης: 1983
Σελίδες: 254

Περιγραφή: Οι ποιητές που παρουσιάζουμε εδώ, θεωρούνται από πολλούς σαν οι πιο σημαντικοί από τους σύγχρονους αμερικάνους. Φωνές τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, όπως της Σύλβια Πλαθ και του Γκρέκορυ Κόρσο, μαρτυρούν μια ποίηση που καθρεφτίζει το αδιέξοδο του αμερικάνικου τρόπου ζωής, τη συνειδητοποίηση ενός εφιάλτη που με τέτοια ένταση κορυφώθηκε στο Βιετνάμ. Αλλά δίπλα σ' αυτόν τον εφιάλτη, υπάρχει ένας μοναδικός μύθος: το αμερικάνικο όνειρο. Ένας μύθος που συμβολίζει τη λαχτάρα για πραγματική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη που δεν μένει μόνο στο χαρτί. "Αχ! να 'σπαζα τα δεσμά" λέει ο R. Lowell που είναι ίσως η πιο αξιόλογη παρουσία εδώ. Και η κραυγή αυτή διαπερνά όλη την ανθολογία.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ



Σαν σήμερα, πριν από έναν ολόκληρο χρόνο δημιούργησα αυτόν τον χώρο με σκοπό να φιλοξενήσω μερικά από τα ποιήματά μου. Οι υποχρεώσεις μπορεί να αυξηθήκαν, και κάποια πράγματα να βρήκαν επιτέλους τον δρόμο τους, μα το μεράκι και η διάθεση για δημιουργία παραμένουν ως είχαν.
Σας ευχαριστώ για ακόμα μια φορά μέσα από τη καρδία μου για τις επισκέψεις και τα μηνύματά σας.
Η κριτική, και γενικότερα η επικοινωνία μαζί σας μου είναι πλέον απαραίτητη!
Είναι μια σημαντική παρότρυνση στη συνέχιση των λογοτεχνικών μου προσπαθειών…

Φιλικά, Χρήστος Κελλάρης.

«ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ»



Στην απόληξη της νύχτας μιας 29ης Μαΐου,
καπνίζω το τελευταίο αφιερωμένο τσιγάρο μου στο ‘99.
Το καταφύγιο στα βάθη του χρόνου είναι και πάλι ανοιχτό.
Κάτω απ’ το νυχτερινό ίσκιο των φυλλοβόλων
μια ακόμα καρδιά λιώνει αργά μαζί με τη δική μου,
ψυχορραγώντας απ’ τα λάθη του παρελθόντος.
Σκόρπια μπουκάλια, φύλλα,
κατάλοιπα ανεκπλήρωτων ερώτων,
υποσχέσεις χαραγμένες βαθιά στα θορυβώδη δέντρα
που στο θρόισμά τους σπέρνουν σεισμούς
στον ειρμό των ποιητών του χώρου.
Κάποιοι βαφτίζουνε δειλία την ευαισθησία ενός σύγχρονου αστού.
Κάποιοι άλλοι, λιγότερο ηλίθιοι, ξεπερνούν τον εαυτό τους προσπαθώντας∙
και στο τέλος μένουνε με τη προσπάθεια.
Ξεπουλιόμαστε φτηνά...
Πρόσωπα του χθες, ίσως και παλιότερα,
σπέρνουνε εικόνες και αναμνήσεις δίχως τέλος
μπροστά στο κουρασμένο μου δέρμα.
Μοιάζουν άνθρωποι τελείως διαφορετικοί,
ακίνδυνοι στην αγκαλιά του κυβερνοχώρου…
Οι χθεσινοί κατακριτές που δε με γνώρισαν ποτέ,
βρίσκονται όλοι εκεί...
Μάιος 2008

ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ...


ΒΡΩΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ – CHARLES BUKOWSKI
Εκδόσεις: ΑΠΟΠΕΙΡΑ, Σελίδες: 95

Περιγραφή: "Λος Άτζελες: τα σκοτεινά μπαρ, οι μοναχικές νύχτες, οι παράξενοι έρωτες της μεγαλούπολης.
Κάθονταν και ρουφούσαν τα ποτά τους. Απ΄έξω ακουγόταν ο θόρυβος των αυτοκινήτων που ανεβοκατέβαιναν τη λεωφόρο Χόλιγουντ.
Ο ήχος ήταν συνεχής σαν παλίρροια, σαν κύματα, σαν τον ωκεανό, κι ήταν στ' αλήθεια ωκεανός: εκεί έξω είχε καρχαρίες, μπαρακούντα, μέδουσες, χταπόδια, οστρακόδερμα, φάλαινες, μαλάκια, σφουγγάρια, δράκαινες και όλα τα παρόμοια. Μέσα βρίσκονταν σ' ένα απομονωμένο ενυδρείο."


ΤΟ ΚΤΙΣΜΑ – FRANZ KAFKA
Εκδόσεις: ΑΓΡΑ, Σελίδες: 72

Περιγραφή: Το διήγημα Το κτίσμα γράφεται κατά πάσα πιθανότητα τον χειμώνα του 1923/24,πρόκειται δηλαδή για ένα από τα τελευταία γραπτά του Φραντς Κάφκα. Η παρούσα έκδοση και μετάφραση διατηρεί τις μακριές προτάσεις του χειρογράφου και μαζί με αυτές τον λαβυρινθώδη χαρακτήρα της γραφής, στον οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η γοητεία του κειμένου.

Απόσπασμα "Διαρρύθμισα το κτίσμα και δείχνει πετυχημένο. Από έξω δεν φαίνεται ουσιαστικά παρά μια μεγάλη τρύπα, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν οδηγεί πουθενά, ήδη μετά από λίγα βήματα συναντά κανείς φυσικό, αδιαπέραστο πέτρωμα, δεν θέλω να παινευτώ πως σχεδίασα την παραπλάνηση αυτή επίτηδες, δεν ήταν παρά το υπόλειμμα μιας από τις πολλές μάταιες απόπειρες οικοδόμησης, αλλά τελικά μου φάνηκε σκόπιμο να αφήσω τη μία αυτή τρύπα ανοιχτή. Φυσικά, κάποια τεχνάσματα είναι τόσο λεπτά που γίνονται παγίδα από μόνα τους, το γνωρίζω καλύτερα από τον οποιονδήποτε και είναι αναντίρρητα προκλητικό να προσελκύει κανείς την προσοχή στην πιθανότητα να υπάρχει εδώ κάτι άξιο έρευνας. Όμως με υποτιμά όποιος θεωρεί πως είμαι δειλός και πως κατασκευάζω το κτίσμα από δειλία και μόνο. Γύρω στα χίλια βήματα από την τρύπα αυτή βρίσκεται, καλυμμένη από ένα πλέγμα βρύων, η πραγματική είσοδος του κτίσματος"

Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

«ΝΕΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ»



Ακολούθησε την τρέλα.
Σύρσου μαζί της στα βρόμικα παρκέτα των μπαρ
και γίνε ένα με τους καθημερινούς τους θαμώνες.
Φτάσε μαζί της ως το τέλος.
Τράβα την από την άκρη,
μέχρι το μεθαυριανό σου ξημέρωμα,
ή μέχρι τον πνευματικό σου θάνατο.
Μακάρι να σε βγάλει κάπου παραπέρα.
Την έζησα καλά πριν μερικά χρόνια
την καθημερινή αυτή τρέλα των μπαρ,
κοιτώντας πίσω από ένα γεμάτο ποτήρι τους άλλους.
Μελετώντας ένα προς ένα τα κομμάτια ενός μουχλιασμένου ταβανιού
ξαπλωμένος στο πάτωμα μιας βρόμικης τουαλέτας.
Την ζω ακόμα. Δεν είμαι μόνο λέξεις..
Τίποτα δεν τελειώνει τόσο εύκολα,
όπως ένα γεμάτο ποτήρι κρασί.
Χθες το βράδυ ήμουν και πάλι εκεί.
Ο καθημερινός θαμώνας βρέθηκε και πάλι πλάι στο καθημερινό του ποτήρι.
Ένας πιτσιρίκος καθόταν στο μπαρ. Μερικά καθίσματα παραπέρα.
Φαινόταν παιδί εντάξει.
Δε μιλούσε πολύ,
δεν έπινε πολύ,
δεν κρυφοκοιτούσε τους διπλανούς του.
Μέχρι που κάποια στιγμή σύρθηκε δίπλα μου σα σαύρα
και έπιασε κουβέντα με τον μπάρμαν και έπειτα μαζί μου.
«Είμαι ποιητής!» μου είπε.
Έκανα λάθος τελικά.
Γιατί αυτοί οι τύποι είναι οι χειρότεροι;
Βρίσκονται παντού, ανάμεσά μας, μέσα μας.
Μυρίζουνε τα πάντα γύρω μας παντού,
και είναι ποιητές.
Μου διάβασε δίχως να χάσει χρόνο μερικά ποιήματά του που μιλούσαν όλα για την αγάπη και τον έρωτα και την ξανθιά γκόμενά του και για τον ένα χρόνο που ζούσαν χωριστά.
Μερικοί τα βρήκαν υπέροχα ρομαντικά και δεν σταματούσαν τις ερωτήσεις
για το πώς και το πότε και το γιατί τα έγραψε,
ή και ακόμα και για το πώς ένιωθε όταν τα έγραφε
ενώσω παράγγελνα μία ακόμα μπύρα.
Έπειτα ρώτησε τη γνώμη μου
και του είπα πως ήταν υπέροχα.
17/6/08

«ΑΤΣΑΛΙ ΣΤΟ ΝΕΡΟ»

Στο κανάλι της Θεσσαλονίκης ΕΓΝΑΤΙΑ Τηλεόραση κάθε Κυριακή και ώρες 20.30 - 21.30 ο ποιητής Χρήστος Ράστος παρουσιάζει στην εκπομπή "Ατσάλι στο νερό" λογοτέχνες με τους οποίους συζητά για το έργο τους. Η εκπομπή προβάλλεται από το κανάλι σε επανάληψη κάθε Τετάρτη και ώρες 12.00 - 13.00

"Εκπομπή Λόγου και Τέχνης
κόντρα στον μείζονα άνεμο
δίπλα στους νέους δημιουργούς."



ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΥ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ
«Ο ΘΕΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΚΟΛΝΤΜΠΑΧ»
Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Καστανιώτη - Σελίδες: 296

O θείος Πέτρος είναι ένα αίνιγμα. Oι πρεσβύτεροι της οικογενείας Παπαχρήστου τον απορρίπτουν ως "αποτυχημένο της ζωής". Ωσότου ο αφηγητής-ανιψιός του ανακαλύπτει ότι ήταν κάποτε φημισμένος μαθηματικός, τόσο ιδιοφυής και παράτολμος ώστε να αφιερώσει τη ζωή του στην περιβόητη "Εικασία του Γκόλντμπαχ", ένα πρόβλημα που προσπαθούσαν εις μάτην να επιλύσουν γενεές μαθηματικών. H ανακάλυψή του αυτή θα οδηγήσει σε αλυσιδωτές αντιδράσεις...
Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα που σίγουρα θα χαρίσει στους αναγνώστες όμορφες στιγμές ανάγνωσης.



WILLIAM BUTLER YEATS - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Σελίδες: 53
Έτος έκδοσης: 2005

WILLIAM BUTLER YEATS

Ο ποιητής William Butler Yeats γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 13 Ιουνίου του 1865. Το 1885 δημοσιεύονται για πρώτη φορά δύο λυρικά ποιήματά του: "Song of the faeries" και "Voices" καθώς και το λυρικό δράμα "The island of status" στο "Dublin University Review". Η ποίηση του Yeats, αρχικά, φανερώνει διάφορες επιδράσεις (π.χ. του Shelley ή των Προραφαηλιτών ποιητών, που είχε γνωρίσει μέσω του πατέρα του), αυτός όμως είχε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: ήθελε να γράψει για τους Ιρλανδούς και για την πατρίδα τους, τη δική του πατρίδα. Έτσι δανείστηκε στοιχεία από τα παραμύθια και τους θρύλους του τόπου του, χρησιμοποιώντας και τη μορφή της μπαλάντας ("Crossways", 1889· "The rose", 1893) ή γράφοντας αφηγηματική ποίηση ("The wanderings of Oisin", 1889), όπου το ιρλανδικό υλικό παρουσιάζεται με προραφαηλιτικό ύφος και συμβολιστική μέθοδο. Με τη δημοσίευση μιας άλλης ποιητικής συλλογής ("The wind among the reeds", 1899), η ποίησή του είχε αρχίσει να γίνεται περισσότερο πολύπλοκη. Το 1914 και το 1919 δημοσιεύονται οι ποιητικές του συλλογές "Responsibilities" και "The wild swans at Coole" αντίστοιχα. Το 1928 δημοσιεύει την συλλογή "The tower", και το 1930 γράφει το θεατρικό "The words upon the window-pane". Έγραψε επίσης τα έργα: "The king of the great clock tower", "The winding stair", "Wheels and butterflies", "A full moon in March", "Essays 1931-1936", "Purgatory", "The death of cuchulain" κ.ά. Το 1923 τιμήθηκε με το Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Ο Yeats πέθανε στη Γαλλία, στις 28 Ιανουαρίου του 1939, πιστεύοντας ότι, αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την απόλυτη αλήθεια, μπορεί τουλάχιστον να την ενσαρκώσει. Η μέρα του θανάτου του ήταν, όπως λέει ο W.H. Auden, "μια σκοτεινή και κρύα μέρα"· το "ιρλανδικό αγγείο" έμεινε "άδειο από την ποίησή του". Στο έργο του, ωστόσο, ο Yeats είχε αμφισβητήσει την εξουσία του θανάτου:

"Καιρός τη διαθήκη μου να γράψω... κι εδώ την πίση μου δηλώνω:... θάνατο και ζωή και όλα τα δημιούργησε ένας άνθρωπος απ την πικρή ψυχή του, όλα, ναι, και ήλιο και σελήνη κι άστρα, κι ακόμη πρόσθεσε αυτό, πως οι νεκροί ανασταίνονται και ονειρεύονται..."

Πηγή: www.perizitito.gr

Τρίτη 1 Ιουλίου 2008

Σας εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να περάσετε ένα υπέροχο και δημιουργικό καλοκαίρι. Να ζήσετε καινούριες εμπειρίες, μοναδικές∙ και να κρατήσετε εικόνες που η θύμησή τους να σας κάνει να χαμογελάτε.


Φιλικά, Χρήστος Κελλάρης.

**** **** **** **** **** ****

«ΠΩΣ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ»

Μερικές φορές όταν βρίσκομαι ξαπλωμένος κάπου ανάσκελα,
νοιώθω τα μάτια μου να βρέχονται.
Μια περίεργη ένωση υγρής μορφής
αρχίζει να κατεβαίνει το δέρμα μου εξερευνώντας το σπιθαμή προς σπιθαμή∙
μέχρι να τσακιστεί σε κάποιο κλείσιμο των βλεφάρων.
Κυλάει στο μάγουλο και καταλήγει στα χείλη μου η στο λαιμό μου η κάπου.
Είναι ένα δάκρυ.
Μία ανόητη σπονδή σε αυτό το κάποιο.
Μα δεν είναι αποτέλεσμα πόνου ή
θλίψης καθημερινής σπαρακτικής ή
η αιτία κάποιας ανάμνησης,
μιας αγάπης παλιάς που τριγυρίζει τώρα στα παλιά λημέρια έχοντας καταστραφεί για πάντα. Θα μπορούσε και να είναι…
Μα η ψυχή είναι ανίκανη να δακρύσει όταν εγώ το θέλω.
Ίσως γι’ αυτό και να μην είχε, και να μην έχει ακόμα και σήμερα, μορφή
και να περιγράφεται γλυκά και λυρικά σε κάποια στυφά αναγνώσματα μόνο.
Η αγάπη…
Η αγάπη είναι ανθρώπινη αδυναμία,
σαν το λάθος που δε μπορείς να μη δε κάνεις.
Σαν μια τρύπα που φαίνεται τη μέρα,
ενώ εσύ κυκλοφορείς μόνο τα βράδια∙
και μάλιστα τόσο πολύ μεθυσμένος που δε μπορείς να μετρήσεις το άθροισμα των παπουτσιών που φοράς..
Έχουνε γράψει πολλοί για την αγάπη.
Δεκάδες σελίδες γι’ αυτό το συναίσθημα και τις συνέπειές του ακόμα,
αλλά κανένας ποτέ δε κατάφερε να γράψει για το πώς να την αποφύγεις.
Είναι δύσκολο να γράψεις κάτι τέτοιο όταν αγαπάς.
Γι’ αυτό και εγώ δε θα το κάνω απόψε.
25/6/08

«ΜΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΗ»

Είναι καλό να εμμένεις σε κάτι που σε γοητεύει.
Σε ακούσματα, σε γεγονότα,

σε συγγραφείς και σε γυναίκες.
Είναι απλά κάτι το αυτονόητο που πολλοί δεν το καταλαβαίνουν

και το κατηγορούν.
Τους μοιάζει παράδοξο,
παράλογο,
σχεδόν κακουργηματικό.
Σε στιγματίζουν και σου κολλούν το δάκτυλο στη πλάτη,
επειδή μπορείς ακόμα να γοητευθείς

απ’ αυτό που επιδίωξαν με τρόπο επιμελή
να αφανίσουν.
Άλλωστε όλοι οι συγγραφείς και ποιητές
είναι προσκολλημένοι σε κάτι.
Αυτό το κάτι είναι που γεννάει τη πραγματική λογοτεχνία,

την αληθινή, ζωντανή ποίηση.
Είναι καλό λοιπόν να εμμένεις σε πρόσωπα και καταστάσεις,

στο παρελθόν και σε γυναίκες.
Ζήσε τις εμμονές σου με το παραπάνω.
Άφησε τον υπόλοιπο κόσμο να χάνεται στιγμή με τη στιγμή

στο περιβάλλον του που έκρυψε με κουρτίνες και πλημμύρισε με φόβους.
23/1/07

ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ...

ΤΟ ΣΟΚΑΚΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΩΝ
ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ
Εκδώσεις Απόπειρα


Πρόκειται για ένα διήγημα του Οίλιαμ Μπάροουζ το οποίο περιλαμβάνει τις παρακάτω επτά σύντομες ιστορίες:
1) Ημέρα των Ευχαριστιών, 28 Νοεμβρίου 1986
2) Ο Τζέρρυ και ο Χρηματιστής
3) Να μιλάς για τον Τζο τον Νεκρό
4) Αδιέξοδο που Βρωμάει
5) Οι ΣΜ
6) Το Βιβλίο των Σκιών
7) Εκεί που Πήγαινε

33Χ3Χ33 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ


Ο Κάμμινγκς (1894-1962) δεν συγκαταλέγεται στην πρώτη σειρά των μοντερνιστών ποιητών, που μονοπωλείται συνήθως από τον Έλιοτ, τον Πάουντ και τον ύστερο Γέητς, και ολοκληρώνεται με τον Στήβενς, τον Γουίλλιαμς και τη Μουρ. Βρίσκεται όμως στην αιχμή του μοντερνιστικού πειραματισμού, ενώ είναι και άφθαστος λυρικός και σατιρικός συγγραφέας.

Ο ΜΑΛΟΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ
Εκδώσεις Ύψιλον



«…Ιστορίες, ιστορίες, χρόνια και χρόνια με ιστορίες, κι ύστερα, ξαφνικά, η ανάγκη ενός άλλου, να μου κάνει παρέα, όποιος να ’ναι, ένας άγνωστος, να του μιλάω, να προσποιούμαι πως μ’ ακούει, χρόνια κι έτσι, κι ύστερα, τώρα, κάποιου άλλου, κάποιου που να με ήξερε…»

Ο Σάμουελ Μπέκετ γεννήθηκε στις 13 Απρίλη του 1906 στο Φοξρόκ, νότια του Δουβλίνου. Από το 1937 ζει στο Παρίσι και εκεί πεθαίνει στις 22 Δεκεμβρίου του 1989. Θεωρείται ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας του 20ού αιώνα και επηρέασε όσο κανείς άλλος όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία. Τίποτα δεν είναι ίδιο μετά από τον Μπέκετ.Ο ίδιος είχε πει όταν ήταν νέος ακόμα, "ότι ο συγγραφέας της εποχής μας πρέπει να εφεύρει μια γλώσσα που να εμπεριέχει το χάος". Και είναι αυτό ακριβώς που δημιούργησε.Έγραψε ποίηση, πεζογραφία και θέατρο.Ο Μπέκετ είναι δίγλωσσος συγγραφέας. Έγραψε τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά.Το πρώτο του θεατρικό έργο είναι το θρυλικό "Περιμένοντας τον Γκοντό" που ανέβηκε στο Παρίσι το 1953 και αμέσως η φήμη του εξαπλώθηκε σ" όλο τον κόσμο. Μπορεί να συνοψίσει κανείς πως το θέμα που τον απασχόλησε σ" όλη του τη ζωή είναι η ανημπόρια, η άγνοια και η αδυναμία του ανθρώπου.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

27ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΙΒΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ



Η μεγαλύτερη συντροφιά του πολιτισμού...

Για 27η συνεχόμενη χρονιά θα πραγματοποιηθεί στην ιστορική παραλία του Λευκού Πύργου, στη Θεσσαλονίκη, το Φεστιβάλ Βιβλίου που διοργανώνει με ξεχωριστή επιτυχία και εντυπωσιακή συμμετοχή του αναγνωστικού κοινού, ανελλιπώς από το 1982, ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας.Η φετινή διοργάνωση θα πραγματοποιηθεί από τις 6 έως τις 22 Ιουνίου 2008 με τη συνεργασία του Δήμου Θεσσαλονίκης και της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης και θα τελεί υπό την αιγίδα των υπουργείων Πολιτισμού και Μακεδονίας Θράκης.Στα εκθετήρια, θα φιλοξενηθούν πάνω από 300 εκδοτικοί οίκοι της χώρας που παρουσιάζουν πάνω από 30.000 τίτλους βιβλίων από την ελληνική και ξένη βιβλιοπαραγωγή.Για φετινή διοργάνωση ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας Χαράλαμπος Μπαρμπουνάκης, αναφέρει: "Το Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης είναι ο μεγαλύτερος και πιο καταξιωμένος πολιτιστικός θεσμός, στη Βόρεια Ελλάδα. Η μεγαλύτερη συντροφιά του πολιτισμού. Η ανοδική πορεία που είχε το Φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια πιστεύουμε ότι θα συνεχιστεί και φέτος και θα ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του βιβλιόφιλου κοινού, που μας εμπιστεύεται και μας στηρίζει. Στη φετινή διοργάνωση, ιδιαίτερη έμφαση θα δώσουμε στο παιδί. Θα πραγματοποιηθεί ένα τετραήμερο εκδηλώσεων για το παιδί, μία Γιορτή για το Παιδί, υπό τον τίτλο "Παιδικό Βιβλίο από όλο τον Κόσμο - Η παραμυθοχώρα του βιβλίου", όπου θα μπορούν οι μικροί αναγνώστες να ενημερωθούν για παιδικά βιβλία από όλο τον κόσμο και ταυτοχρόνως θα έχουν την ευκαιρία να ψυχαγωγηθούν και να παίξουν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Μέλημά μας είναι να φέρουμε τα παιδιά κοντά στο βιβλίο από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να το αγαπήσουν και να γίνει ο παντοτινός τους φίλος. Μορφωμένα παιδιά σημαίνει καλύτεροι πολίτες".

Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 18:30 - 23:00
Κυριακές και το πρωί 10:30 - 13:30
Πηγή: http://www.sekve.gr/bookFestival.html

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

«ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΔΩΔΕΚΑ ΑΣΤΕΡΩΝ»

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο με τίτλο «ΣΤΟ ΝΗΦΑΛΙΟ ΦΩΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ» το οποίο αποτελεί μια συλλογή σύντομων ιστοριών σε πεζό λόγο και
δεύτερη κατά σειρά λογοτεχνική μου προσπάθεια.




Είμαι σχεδόν σίγουρος πως εκείνη θα έπρεπε να ήταν η πιο κρύα εβδομάδα του χρόνου, και απολύτως βέβαιος για το ότι ήταν η πιο μοναχική για εμένα. Για μέρες ολόκληρες ήμουν μεθυσμένος και ο ήλιος έμοιαζε να έχει ξεχάσει το πώς να ανατέλλει πίσω απ’ τη πυκνή συννεφιά. Οι καταιγίδες κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχαν γίνει πλέον μέρος της καθημερινότητας και ένα σημαντικό μάθημα για μένα. Βλέπετε, πάντα υπήρξα άνθρωπος της τελευταίας στιγμής.
Κάποιο βράδυ λοιπόν, άνοιξα το ψυγείο για να πάρω τη πρώτη μπύρα, μα το μόνο που αντίκρισα ήταν σωροί από άδεια περιτυλίγματα ποτών και ένα δοχείο ξινισμένο γάλα. Έξω, μια ακόμα νυχτερινή επιδρομή μολυσμένης βροχής καλά κρατούσε. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι και τα σκυλιά γαβγίζαν λυσσασμένα τον κάθε κεραυνό που δυναμίτιζε με φόβους τα απονήρευτα αυτιά τους. Έψαξα για μια ομπρέλα που κάποτε ένας τύπος σ’ ένα μπαρ μου ‘χε χαρίσει, μα δε τη βρήκα πουθενά. Θαρρείς πως είχε βαρεθεί και εμένα και τα ατελείωτα μεθύσια μου και μ’ εγκατέλειψε για πάντα.

Τελικά φόρεσα το παλτό μου, κάλυψα το κεφάλι μου με μια πλαστική σακούλα και περπάτησα μέχρι το κοντινότερο ποτοπωλείο. Δεν απείχε και πολύ από το σπίτι. Μόλις δύο τετράγωνα. Όταν επέστρεψα, κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Έμοιαζα με κάποια υγρή μορφή της νύχτας που σέρνει πίσω της δεκάδες ανομολόγητες αμαρτίες. Μετά από αυτό, θα μπορούσα να πω πως έγινα πιο προνοητικός (κυρίως στο θέμα καθημερινού προγραμματισμού μου).

Νωρίς εκείνο το μεσημέρι επιστρέφοντας από κάπου που δεν υπάρχει λόγος να θυμηθώ, έκανα μια στάση στο πολυκατάστημα που βρισκόταν κοντά στο διαμέρισμά μου. Είχα επισκεφτεί αρκετές φορές εκείνο το μέρος και τη διαδρομή την ήξερα καλά. Τα ποτά περίμεναν στον προτελευταίο διάδρομο, στο πίσω μέρος του καταστήματος. Δεν είχε πολύ κόσμο. Ήτανε ήσυχα. Δεν υπήρχε λόγος για να βιαστώ. Περπάτησα αργά τον στενό διάδρομο με τα μπλε και κόκκινα ράφια. Στο βάθος μια γυναίκα με μακριά υπέροχα πόδια στεκόταν ακίνητη. Έμοιαζε να περιμένει ώρες ολόκληρες. Μέρες. Χρόνια. Την πλησίασα.
Είδε πως την κοιτούσα τόσο μα τόσο επίμονα και χαμογέλασε συγκαταβατικά στις προκλητικές μου ομολογούμενες σκέψεις. Την πλησίασα και στάθηκα δίπλα της για μερικές στιγμές. Άρπαξε ένα φίνο ουίσκι από το ράφι που φαινόταν να γνώριζε καλά και περπάτησε κουνώντας προκλητικά τον όμορφό της κώλο προς την έξοδο. Την ακολούθησα με αργά, σχεδόν κουρασμένα, μα γεμάτα ενδιαφέρον βήματα. Μου χαμογέλασε και πάλι. Πιο ψυχρά αυτή τη φορά. Βγήκα πρώτος. Αντικρίζοντας το ροζέ, με ένα απείκασμα μετεξέλιξης σε κόκκινο σα το καλιφορνέζικο κρασί, χρώμα του ουρανού, αναρωτήθηκα γιατί συμβαίνουν όλα αυτά τα περίεργα που θυμίζουν σκηνικά από ζωές κάποιων άλλων σε εμένα...
Όταν ο χωματόδρομος έφτασε στο τέλος του, περπατούσε ακόμα δίπλα μου. Φτάσαμε στο διαμέρισμά μου. Τα μάγουλά της είχαν γίνει κόκκινα από το κρύο. Ετοίμασα δύο ποτά. Της πρόσφερα το ένα. Έπινα σταθερά με μεγάλες γουλιές. Εκείνη ίσως γρηγορότερα. Καθόταν αμίλητη απέναντι μου.

«Πως σε λένε;»
«Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις.»
«Σίγουρα θα σκεφτώ κάτι. Αλλά όχι τώρα. Θα το κάνω το βράδυ με την ησυχία μου προσπαθώντας να ξεμεθύσω πάνω σε αυτά τα κρύα πλήκτρα που βλέπεις..»
«Είσαι συγγραφέας;»
έκανε κοιτώντας τη μαύρη μου underwood που είχα ακουμπισμένη πάνω σε ένα μεταλλικό γραφείο δίπλα στη μικρή μου βιβλιοθήκη.
«Όχι.»

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα.
Και έπειτα πάλι ησυχία. Έξω ο καιρός άρχιζε να χαλάει. Το αισθανόμουν.
Το ποτό μου τελείωσε. Την κοίταξα βαθιά μέσα στα σμαραγδένια μάτια της και κατέβασα γρήγορα ένα ακόμα ποτήρι, δίχως πάγο αυτή τη φορά..
Το μπουκάλι με το ουίσκι έβλεπα να αδειάζει με ικανοποιητικό ρυθμό. Άρχιζα επιτέλους να νοιώθω λιγότερο ζώο. Εκείνη συνεχίζοντας ακάθεκτα να πίνει, άρχισε να μου μιλάει για το «παρελθόν» της στο πολυκατάστημα. Κάθε βράδυ μετά το σχόλασμα έπαιρνε τους δρόμους για τα μπαρ που συνέχιζαν στο αύριο.

«Έχουμε κάτι κοινό εμείς οι δύο» είπα και αμέσως ρώτησε να μάθει, με τα μάτια της ν’ αστράφτουν περιέργεια.
«Κάνουμε κάθε αύριο να μοιάζει ίδιο με το χθες..»

Χαμογέλασε και σταύρωσε τα πόδια της αφήνοντάς με να διατρέχω με τα μάτια μου το μήκος τους. Φορούσε ένα στενό τζιν παντελόνι που ήμουν σίγουρος πως με δυσκολία χωρούσε μέσα του τις απίστευτες ερωτικές της ιστορίες.
Το πρόσωπό της φωτίστηκε για πρώτη φορά. Σύρθηκα μέχρι το ψυγείο και έφερα δύο εξάδες μπύρες.

«Δεν έχει άλλο ουίσκι;»

Τις επέστρεψα στο χώρο που προσωρινά τις φιλοξενούσε και γύρισα με ένα καινούριο μπουκάλι. Γεμίσαμε και πάλι τα ποτήρια μας κάνοντας πρόποση στο αύριο.

Το κοινό σημείο που μας ένωνε και παράλληλα μας χώριζε με τη «Σμαράγδα», ήταν η πίστη μας σε κάτι το καλύτερο. Εγώ βλέπετε γνώριζα πολύ καλά πως οι μεθυσιακές μας ελπίδες μετατρέπονται πάντα σε ατέλειωτη στάχτη σε κάθε πρωινό hangover.

Το δωμάτιο γέμισε με καπνό και οι φλέβες μας με χρυσαφί υγρό. Τη πλησίασα και φιληθήκαμε σα να υπήρχε «αγάπη». Στο πίσω δωμάτιο, εκεί που κρύβω τα πιο παρανοϊκά μου όνειρα, συνεχίσαμε τη «παράσταση» που δίναμε μπροστά σε θεούς, ημίθεους, δαίμονες και θάνατο.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και γδύσαμε ο ένας το μυαλό του άλλου με γρήγορες μηχανικές κινήσεις. Αναμαλλιαστήκαμε και γίναμε ένα κουβάρι στροβιλιζόμενοι ο ένας γύρω απ’ τον άλλο στη δύνη των κτηνωδών αισθήσεών μας γεμάτοι από πόθο, και φιληθήκαμε ανταλλάζοντας λίγο απ’ το αλκοόλ που αποθηκεύαμε στα σώματά μας αιώνες τώρα. Χάιδευα το στητό της στήθος και εκείνη λεπτό με το λεπτό άρχισε να αφήνεται στ’ αφεντικό της βλακείας. Οι φαντασιώσεις μου ήταν βάσιμες γιατί το σώμα της ήταν όπως ακριβός είχα φανταστεί λίγο πριν παραδοθώ. Μπήκα και βγήκα αργά και έπειτα πιο γρήγορα, μέχρι που τελειώσαμε το παιχνίδι μας γογγύζοντας και ξεφυσώντας και υποκλιθήκαμε σ’ όλους εσάς και στο Θεό.
Σηκώθηκα και επέστρεψα με το μισοάδειο μπουκάλι. Την αντίκρισα μπροστά στο παράθυρο να κρατάει το πράσινο παλτό με το κόκκινο όνομα του πολυκαταστήματος. Το πέταξε μακριά.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και αρχίσαμε να πίνουμε με πιο μικρές γουλιές απ’ το μπουκάλι.

«Έχεις τσιγάρο; Τα δικά μου ήταν στη τσέπη του παλτού.» Της έδωσα ένα απ’ τα δικά μου. Προσπάθησε να το ανάψει και τα κατάφερε με το δεύτερο σπίρτο.
«Δε θα ρωτήσεις γιατί το πέταξα;»
«Όχι.»


Χαμογέλασε δίχως να πει τίποτα παραπάνω. Αυτό με ικανοποίησε.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα ακούγοντας τη πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει. Δεν ήταν δίπλα μου πια. Ούτε αυτή, ούτε τα ρούχα της, ούτε το πακέτο με τα σπίρτα. Κοιτώντας από το παράθυρο την είδα να ξεμακραίνει φορώντας το πράσινο παλτό με το κόκκινο όνομα του πολυκαταστήματος.
Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα και άρχισα να ψάχνω για φωτιά. Έξω ο καιρός ήταν ωραίος, κατάλληλος για μια επίσκεψη στα προάστια της πόλης. Κατέβηκα τις σκάλες και περπάτησα τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που η «Σμαράγδα» είχε διαλέξει.
Το σκηνικό τώρα μεταφέρεται και πάλι γύρω απ’ το μικρό μεταλλικό τραπέζι με τη μαύρη μου underwood, όπου με βρίσκει η συνέχεια ενώσω η νύχτα βρίσκεται στο δρόμο.

6/12/07

ΜΕΡΙΚΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΥ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΕΧΕΙ ΚΟΨΕΙ ΑΛΥΣΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΝΑΥΤΩΝ»
Εκδώσεις Ηριδανός




Στο παρόν βιβλίο ο αναγνώστης θα διαβάσει έναν γέροντα, πιο σοφό και απροσδόκητο Μπουκόβσκι, "Οι λέξεις έγιναν απλούστερες μα πιο θερμές, πιο σκοτεινές... το πλησίασμα στον θάνατο δημιουργεί εγρήγορση". Όπως μέσα σε κάθε άλλο από τα βιβλία του, έτσι κι εδώ, ο Μπουκόβσκι επιμένει πως η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να σωθεί αν δεν δοκιμάσει να ορθώσει το υπαρξιακό της ανάστημα. Όλα τα άλλα είναι δύστυχες φαντασίες.
(Από την περιγραφή του βιβλίου)

«ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - ΒΑΡΔΙΑ»
Εκδώσεις Αγρα
Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι Ελληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τα 'βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα-, έχει βάλει πλώρη για Σαντούν.Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες, σ' αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας.Η Βάρδια εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Α. Καραβία το 1947, και έκτοτε επανεκδόθηκε στις εκδ. Κέδρος το 1980 (16 ανατυπώσεις μέχρι το 1989) και στις εκδ. Αγρα το 1989 (9 ανατυπώσεις από τον Δεκέμβριο 1989 μέχρι το 1996).Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.
(Από την περιγραφή του βιβλίου)

«ΝΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΣΑΙ ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ»
Εκδώσεις Ηλέκτρα



Πεθαίνοντας, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι άφησε πίσω του καμιά πενηνταριά φακέλους γεμάτους διηγήματα, μυθιστορήματα, αυτοβιογραφικές αναφορές και ποιήματα. Το υλικό αυτό που δύσκολα μπορεί κανείς να το φανταστεί σε πλήρη τάξη ή αρχειοθετημένο στο σπίτι ενός Μπουκόφσκι ήταν φυσικό να κρύβει, εδώ κι εκεί, μικρά διαμάντια. Τη συλλογή αυτή χαρακτηρίζουν δύο στοιχεία: Το πρώτο οικείο και γνώριμο στους αναγνώστες του Μπουκόφσκι είναι ο σκληρός και ανηλεής σχολιασμός της καθημερινής πραγματικότητας, ο προικισμένος με όλα τα συστατικά του ανεπιτήδευτα «εφιαλτικού» μπουκοφσκικού τοπίου: πόρνες, μεθύσια, ξενύχτια σε φτηνά ξενοδοχεία, μπαρ πνιγμένα στον καπνό, άγριοι χωρισμοί. Είναι όμως το δεύτερο γνώρισμα των ποιημάτων αυτών, που συνιστά έκπληξη. Συναντάμε στα ποιήματα αυτά έναν ήπιο, μετρημένο, ώρες-ώρες σχεδόν μειλίχιο Μπουκόφσκι. Ένα Μπουκόφκσι που δεν μιλά για το σκαμπό του αλλά για το τζακούζι (!) του, που δεν σέρνεται με ματωμένη τη μύτη μέσα στα μπαρ αλλά κυκλοφορεί και συγχρωτίζεται με πλούσιους και διάσημους στη λέσχη του ιπποδρόμου, που φτάνει εν τέλει να ομολογεί πως «δεν φαντάζεσαι τι ωραία που είναι να πηγαίνεις το αυτοκίνητο για πλύσιμο χωρίς να πρέπει να κάνεις κάτι/παρά μόνο να ανάβεις το τσιγάρο σου και να περιμένεις στη λιακάδα χωρίς να χρωστάς νοίκια/χωρίς μπελάδες». Σαφής διαχωριστική γραμμή, εξυπακούεται πως δεν υπάρχει από το ένα ποίημα στο άλλο. Το ύφος και η διάθεση του Μπουκόφσκι αλλάζουν συνήθως μέσα στο ίδιο ποίημα. Έτσι, εκεί που ακούς έναν κουρασμένο παλιόγερο να ψελλίζει ανώδυνα, σε περιμένει η ανατροπή, σαν κεραυνός. Ενώ άλλες φορές, πίσω απ’ το θόρυβο των μεθυσμένων του κραυγών, ανακαλύπτεις ξαφνικά ένα μελαγχολικό τραγούδι για έναν κόσμο που ζει και πεθαίνει τόσο άσχημα. «Τρυφερός» και «Μπουκόφσκι» είναι σχήμα οξύμωρο. Για αυτό και τούτο το βιβλίο είναι ιδιαίτερα γοητευτικό. Τη μετάφραση των ποιημάτων, όπως και στη «Λάμψη της Αστραπής πίσω από το Βουνό», έχει έξοχα αποδώσει η Σώτη Τριανταφύλλου.

(Από τον εκδότη)

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

«ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΩΝ»

Είμαστε όλοι μεθυσμένοι!, συνήθιζε να λέει ένας φίλος μου,
άνθρωπος καθημερινός, φιλόσοφος της σύγχρονης εποχής,
κάθε φορά που προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο στα πλημμυρισμένα από κόσμο, πεζοδρόμια της Μητροπόλεως και της Τσιμισκή.
Είμαστε όλοι μεθυσμένοι!, μπροστά απ’ τα μεγάλα πολυκαταστήματα και τις φωτεινές επιγραφές και τις σειρήνες της τηλεόρασης.
Έλεγε κάθε φορά και πιο δυνατά.
Ολοένα και πιο δυνατά με φωνή Στεντόρεια.
Κραύγαζε στα πρόθυρα του μεγάλου ξεσπάσματος.
Στη τελευταία θέση του αστικού λεωφορείου,
μια λυπημένη εικόνα γεμάτη σκέψεις ψιθύριζε αλήθειες σ’ έναν κόσμο που φτιάχτηκε εκ των πραγμάτων για να μην ακούει,
να μην βλέπει και να μη σκέφτετε.
Είμαστε όλοι μεθυσμένοι!, παντού και πάντα,
στη πατρίδα μου το Μέρυλαντ,
στη πατρίδα μου Καέν,
στη πατρίδα μου το Σίσερο,
στη πατρίδα μου Αθήνα.
Είναι δύσκολο να εκπληρώσουμε τους στόχους μας.
Βλέπεις χάνονται πάντα στη πορεία.
Μπερδεύονται με τους παλιούς και τους καινούριους.
Το βλέμμα μετά από τις καλά παραλλαγμένες καθημερινές εντολές,
δε φτάνει πια τόσο μακριά όπως πρώτα.
Αυτό ισχύει για όλους μας.
Γινόμαστε κοντόφθαλμοι χάνοντας την πηγαία κριτική μας ικανότητα.
Εναποθέτουμε τις ελπίδες και τα όνειρα που κάναμε προχθές που ήμασταν παιδιά ξεπουλώντας τα πολύ εύκολα,
σε όλους τους προέδρους,
στους διευθυντές μας,
σε όλους τους κατασκευαστές πολυτελών αυτοκινήτων,
σε όλους εκείνους που φοβούνται να κυκλοφορήσουν μόνοι τους στο δρόμο και βρίσκουν εύκολα καταφύγιο στη μικρή οθόνη.
Σε όλους τους «κράχτες», όποια κι’ αν έχουν μορφή.
Ήμαστε όλοι μεθυσμένοι!, γιατί ο κόσμος σήμερα δεν αγοράζει βιβλία όπως παλιά.
Παρ’ όλα αυτά θέλει τη βιβλιοθήκη του γεμάτη.
Τώρα, ακόμα και η τηλεόραση διοχετεύει «τέχνη».

Βρόμικα και ύπουλα, όπως καλά ξέρει να κάνει.
Ανάμεσα στα άχρηστα προϊόντα που προσφέρονται για χρήσιμα,

βρίσκονται και βιβλία!
Βολεύτηκαν εύκολα κι’ αυτά μέσα στα διαφημιστικά δεκάλεπτα των μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών.
Συγγραφείς – Ποιητές της μίας νύχτας.

Άχρηστοι αξιοθρήνητοι άνθρωποι που απευθύνονται σε άχρηστους αξιοθρήνητους ανθρώπους.
Άξεστοι ηλίθιοι που αυτοαποκαλούνται άνθρωποι της τέχνης.
Συγγραφείς – Ποιητές της μίας νύχτας που βρήκαν την εύκολη και γρήγορη λύση να πουλήσουν τα λογοτεχνικά τους σκουπίδια.

Εκατοντάδες άχρηστες σελίδες που ξεπροβάλουν πίσω από τους ίδιους και τους ίδιους αδιάφορους ήχους μιας μουσικής γραμμένης δίχως νότες πάνω σε «τετράγραμμο».
Πίσω απ’ την ίδια βαρετή και μονότονη φωνή μιας κρυμμένης εκφωνήτριας,

που προσπαθεί μάταια να περάσει την εικόνα μιας καλλιεργημένης – πολιτισμένης ντομάτας.
Αυτά είναι λίγα μόνο απ’ τα πέτρινα λόγια που ξεπηδούν μέσα από πύρινες σκέψεις οργής για την ανθρώπινη κατάντια.
Καταδικασμένη απλώνεται η κοινωνία ολόκληρη στα πρόσωπά μας,
με τελεσίδικη απόφαση παρμένη από καιρό στο μυαλό εκείνου του καθημερινού,

του ασήμαντου φιλοσόφου της σύγχρονής μας κοινωνίας.
Εκείνου του ανθρωπάκου που θα έχει πάντοτε τη θέληση να σκέφτεται ελεύθερα, και να κρίνει ορθά, και να εκτιμά το κάθε τι που έχει πραγματική αξία.
Αξία σε μια κοινωνία που έχει τόσα λίγα να μας δώσει.

Στον Ιωάννη Ράστο
19/4/08

«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΡΕΛΑ»

Το βλέμμα μου ξεμακραίνει απ’ την απέναντι στέγη
και επικεντρώνεται στο μακρινό βουνό,
το χιλιολουσμένο απ’ το λιοπύρι του καλοκαιριού,
τα χιόνια του χειμώνα και μερικές φορές της άνοιξης.
Το παλιό κάστρο στέκει ακόμα καλά παρά την γυρεώητά του,

εξετάζοντας προσεκτικά τα γεμάτα από διάφορες σκέψεις μυαλά μας.
Δε θωρώ πλέον τον εαυτό μου ακάθαρτο αιώνιο ήρωα.
Το φάντασμα του τέλους μου, στοιχειώνει μέχρι το τελευταίο λεπτό της νύχτας

τον αβάσταχτο θυμό μέσα στον πονοκέφαλο της καθημερινής μου τρέλας…
Η διαγραμμένη μου γελοιογραφία μοιάζει να ξεφεύγει από το περιθώριο του χαρτιού και να χάνεται στους γκρίζους τοίχους του μικρού δωματίου.
Η ελευθερία της δεν έχει όρια.
Ξεθαρρεύει ώρα με την ώρα.
Τώρα λοιπόν η αναιδέστατη καρικατούρα έχοντας αποκομίσει το δικό της περίγελο στυλ, μου κλείνει το μάτι. Τρέλα.
Δεκάδες κραυγές και εικόνες παράλογες,
μου κουτσουρεύουν το μυαλό χαλώντας τη πλήρη τάξη μιας εφήμερης δημιουργικής στιγμής.
(Προσπαθώ να μη σκέφτομαι για λίγο.)
Πρέπει να ξεκρεμάσω τον εαυτό μου απ’ το σκοινί όσο πιο σύντομα γίνεται,
και για μερικά λεπτά μονάχα να γίνω αερικό ελεύθερο στον γκρίζο χώρο κάποιου άλλου τρελού. Είμαι πολύ περίεργος για το πώς περνούν τα βράδια σ’ αυτή την πόλη.
1/11/06 - 9/10/08

«ΤΟ ΘΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΘΥΣΙ»

Αρκετές φορές χρησιμοποίησα στη ζωή μου τη φράση
«μεθύσι δίχως αύριο».
Αφορμή πάντοτε υπήρξε.
Και η μικρή φλόγα της απελπισίας στο μυαλό μου,
αρκούσε για το ξέσπασμα μίας ακόμα μεγάλης περιπέτειας στη ζωή μου.
Κάθε φορά, ήμουνα σίγουρος πως η επόμενη ημέρα θα μ’ αντιμετωπίσει απ’ το πρώτο κιόλας φως του ήλιου με το πιο σκληρό της πρόσωπο. Όπως και γινόταν άλλωστε.
Όσες φορές έζησα αυτό μου τον παραλογισμό στο έπακρο,
το αποτέλεσμα ήταν να ξημερωθώ καθισμένος στη καρέκλα του γραφείου μου ή στο κρεβάτι ή στο πάτωμα ή στη τελευταία θέση κάποιου αστικού λεωφορείου σε στάση περίεργη,
προσπαθώντας να σκεφτώ αν αξίζει να παιδεύομαι ακόμα.
Πάντοτε υπήρχαν αίτια που με οδηγούσαν σε καταστάσεις τέτοιες,
που μόνο ένας ηλίθιος θα μπορούσε να οδηγηθεί.
Δεν έχω να σας πω πολλά γι’ αυτά.
Το θέμα είναι το μεθύσι, όποια κι’ αν έχει αιτία.
Τα μεθύσια υπάρχουν στη ζωή μου. Υπήρχαν από πάντα.
Θα μπορούσα να πω πως κάποιο απ’ τα έξι γράμματα αυτής της λέξης έχει τη μορφή μου.
Αυτό όμως θα ήταν κοινότυπο.
Κάθε ένα από αυτά, ξεκινάει με έναν καινούριο φόβο.
Ίσως και με μια μεγάλη προσδοκία για τις επόμενες πέντε-έξι ώρες.
Στα μέσα του όλα φαντάζουν πιο ήρεμα.
Η τρέλα έχει κοπάσει στο μυαλό. Σκέφτομαι λογικά.
Οι λέξεις αποκτούν μορφή.
Γίνονται όμορφες φράσεις που έχουν να πούνε πολλά.
Και τότε αρχίζω να καταλαβαίνω και να γράφω.
Άλλοτε λυπημένος και άλλοτε χαρούμενος.
Μερικές φορές τα καταφέρνω καλύτερα και νιώθω ευχαριστημένος που μπόρεσα να κάνω κάτι δημιουργικό σε μια θλιμμένη μέρα.
Οι ώρες κυλούν σαν το νερό.
Η μουσική έρχεται με τη σειρά της να γαληνέψει τον πόνο μου.
Έχω πιει αρκετά,
έχω πληγωθεί αρκετά,
έχω ανεχτεί αρκετά γι’ αυτή τη ζωή.
Ώσπου φτάνει η στιγμή και περνούμε στο μέλλον.
Σ’ ένα αύριο δίχως ιδιαίτερα σχέδια και στόχους να περιμένουν την εκπλήρωση.
Σ’ ένα αναμφισβήτητα γλυκό ηλιοβασίλεμα
που κρύβει δεκάδες αναπόφευκτα «μεθύσια δίχως αύριο».
Σ’ έναν παραλογισμό που το τέλος του δεν έφτασε ακόμα.
30/4/08

Γι’ αυτό τον μήνα αποφάσισα να αναρτήσω μερικές ποιητικές προτάσεις μου για όλους εσάς, τους φίλους μου.

«Ανθολογία Μπιτ ποίησης»
Εκδώσεις Ηριδανός




Σήμερα πέντε και πλέον δεκαετίες μετά την εμφάνιση της Μπιτ γενιάς στο χώρο των αμερικανικών γραμμάτων, έχουμε διανύσει τόσο τις ερήμους όσο και τις οάσεις της σύγχρονης ποίησης. Για κάποιους, το Μπιτ «φαινόμενο» παρήλθε οριστικά· για άλλους, παραμένει μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τη δημιουργία της πολυπόθητης νέας ποίησης. Σ αυτόν τον τόμο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, το εύρος, η ποικιλία και οι επιρροές των Μπιτ, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να προστρέχουμε συμβουλευτικά στην ποίησή τους, κάθε φορά που μας καλεί η ανάγκη για την απόλαυση της καθαρής ποίησης.
Περιγραφή του Γιάννη Λειβαδά

«Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα»
Εκδώσεις
Ηριδανός



Περιλαμβάνει ποιήματα των: Eliot Thomas Stearns, Bukowski Charles, Crane Hart, Cummings Edward Estlin, Ferlinghetti Lawrence, Ginsberg Allen, Jeffers Robinson, Kerouac Jack, Olson Charles, Oppen George, Patchen Kenneth, Pound Ezra, Rexroth Kenneth, Reznikoff Charles, Roethke Theodore, Schwatz Delmore, Stevens Wallace, Williams William Carlos, Zukofsky Louis, και πολλών άλλων ακόμα.

«Ουρλιαχτό»
Εκδώσεις Ηριδανός



Αν αρκεστούμε στο συμπέρασμα πως το "Ουρλιαχτό" είναι απλά και μόνο το ποιητικό μανιφέστο της Μπιτ Γενιάς, τότε έχουμε χάσει αυτόματα την πραγματική εμπειρία ενός εκ των σπουδαιότερων δειγμάτων της μεταμοντέρνας ποίησης. Το ποίημα διαθέτει μια πρωτόγνωρη για την εποχή του (κι όχι μόνο) ελευθερία στο λόγο και μια ασυνήθιστη ρητορική φόρμα, ξεχωρίζοντας από την κυρίαρχη γραμμή της αμερικάνικης ποίησης που από την εποχή του Whitman μέχρι σήμερα, λίγοι ήταν οι ποιητές που κατάφεραν να την κρατήσουν στη ζωή (όπως ο Pound, ο Williams, ο Cummings, ο Berryman, ο Norse, ο Bukowski κ.ά.). Ο Allen Ginsberg χρησιμοποίησε χρησιμοποίησε το ψυχολογικό αδιέξοδο και την ιδεολογική ήττα για να μας εισάγει σε μία, ώριμη πλέον, επείγουσα και συνειδητοποιημένη απόπειρα ακύρωσης του στημένου παιχνιδιού, τόσο της ζωής όσο και της ποίησης. Αυτή η παγκοσμιοποιημένη πλέον ήττα είναι που προσδιορίζει δραματικά ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο. Ο Ginsberg ήρθε σε απόλυτη ρήξη με όλες εκείνες τις δυνάμεις που εξαντλούν και καταδυναστεύουν απανταχού το πνεύμα της ζωής και του καθαρού Λόγου. "Όποιος αρνείται την μουσική των σφαιρών αρνείται την ποίηση, αρνείται τον άνθρωπο, φτύνει τον Blake, τον Shelley, τον Χριστό, και τον Βούδδα... το σύμπαν είναι ένα νέο λουλούδι... όποιος θελήσει πόλεμο με τα ρόδα θα τον έχει". [...]

(από την εισαγωγή του βιβλίου)

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

ΕΚΦΡΑΣΘΕΙΤΕ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ...




Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω μέσα από τη καρδιά μου
για τις επισκέψεις σας στον ιστότοπό μου που δηλώνει «παρών» τους τελευταίους έξι μήνες.
Θεωρώ πως θα ήταν καλό να αναρτώ πέρα από μερικά ποιήματά μου
(καινούρια – παλιά), λίγα ενημερωτικά στοιχεία για τους ποιητές - συγγραφείς που σημάδεψαν με τις δημιουργίες τους τη σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνία,

αλλά και εμένα προσωπικά (κάτι το εντελώς υποκειμενικό!).
Και για αυτό λοιπόν θα ήθελα να σας καλέσω να δημοσιεύσετε ελεύθερα τις αναγνωστικές σας εμπειρίες, καθώς και τα αισθήματά που σας δημιούργησαν τα «ποιητικά – λογοτεχνικά» σας «κρησφύγετα». Δεν έχει να κάνει με Κλασικισμό, Ρομαντισμό, Ρεαλισμό, Παρνασσισμό, Νατουραλισμό· δεν έχει να κάνει με Υπερρεαλισμό, Αισθητισμό· με λογοτεχνία Μπητ. Με ευθύ ή πλάγιο λόγο, με μεταφορές, καθημερινές ιστορίες απόκρυφης τρέλας της πόλης...
Έχει να κάνει με την ανάγκη ενός ανορθόγραφου αλήτη σαν εμένα,
για επικοινωνία.
Εκφρασθείτε φίλοι μου.
Κάντε το Άφοβα.
Αυτός – Αυτή – Αυτοί – Αυτό – που όλοι μας πιστεύουμε, Είναι με το ΜΕΡΟΣ μας.

Χρήστος Κελλάρης…

ΜΠΗΤ ΓΕΝΙΑ - Η ΑΡΧΗ...



Με τον όρο μπητ γενιά ή γενιά μπιτ (αγγλ. Beat Generation) αναφερόμαστε στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στην Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Αν και στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια μάλλον ολιγάριθμη ομάδα, η επίδραση της στην αμερικανική λογοτεχνία και κοινωνία ήταν αρκετά σημαντική ώστε να χαρακτηριστεί ως μια καλλιτεχνική γενιά.Ειδικότερα, θεωρείται πως η μπητ λογοτεχνία είχε ουσιαστική επιροή στα μεταγενέστερα κινήματα των χίπις και του πανκ.

Ετυμολογία

Ο όρος μπητ (beat) σημαίνει κυριολεκτικά το ρυθμό ή το κτύπημα. Ως περιγραφικός όρος της γενιάς των Μπητ εισήχθη από τον
Τζακ Κέρουακ περίπου το 1948 όταν θέλησε να περιγράψει τον κοινωνικό και καλλιτεχνικό του περίγυρο στο μυθιστοριογράφο John Clellon Holmes και με αυτό τον τρόπο δήλωνε επιπλέον τις έννοιες κουρασμένος, χτυπημένος, νικημένος ή ακόμα μακάριος (beatific). Ο όρος συνδέεται ακόμα και με το ρυθμό της τζαζ μουσικής.
Πολύ συχνά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ο όρος μπίτνικ ή μπήτνικ, ο οποίος όμως είναι μεταγενέστερος. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Herb Caen της εφημερίδας San Francisco Chronicle το
1958 και χωρίς να εκφράζει αποκλειστικά την γενιά μπιτ, συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με το στερεότυπο του αριστερού, αντιεξουσιαστή ή επαναστάτη, αναρχικού και συχνά αντικοινωνικού και μη συμβατικού στοιχείου.

Ιστορία

Όπως και πολλά ακόμα λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά ρεύματα, η γενιά των Μπητ είχε ως αφετηρία μια ολιγομελή ομάδα λογοτεχνών που συνδέονταν φιλικά μεταξύ τους. Ο κεντρικός πυρήνας των μπήτνικς περιλάμβανε τον συγγραφέα
Τζακ Κέρουακ, τον ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Ουίλιαμ Μπάροουζ, οι οποίοι γνωρίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στην περιοχή του Μανχάταν και με επίκεντρο το πανεπιστήμιο Columbia. Σταδιακά προστέθηκαν και άλλες μονάδες, όπως οι ποιητές Gary Snyder, Michael McClure και Gregory Corso και o συγγραφέας και εκδότης Lawrence Ferlinghetti, ειδικότερα με την μετακίνηση της ομάδας στην περιοχή του San Francisco.
Κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση της μπητ λογοτεχνίας διαδραμάτισαν δύο σημαντικά έργα, το μυθιστόρημα Στο Δρόμο (On the road,
1951) του Κέρουακ και το ποίημα Ουρλιαχτό (Howl, 1955) του Γκίνσμπεργκ, που αποτελούν έως σήμερα τα πλέον δημοφιλή δείγματα της μπητ λογοτεχνίας. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Ουρλιαχτού ο Γκίνσμπεργκ οργάνωσε μια βραδιά ανάγνωσης ποίησης, στις 7 Οκτωβρίου του 1955, στη Γκαλερί 6 στο Σαν Φρανσίσκο. Η ανάγνωση είχε τον τίτλο "Έξι ποιητές στη Γκαλερί 6" και αποτέλεσε τον καταλύτη που συγκέντρωσε το λογοτεχνικό ύφος της ανατολικής ακτής και των ποιητών των δυτικών ακτών της Αμερικής. Ο Michael McClure, ο οποίος παρευρίσκετο στην ανάγνωση ποίησης γράφει χαρακτηριστικά:
"150 άνθρωποι στο ακροατήριο εκείνη τη νύχτα αποθέωσαν τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ καθώς έφθανε στον επίλογο του Ουρλιαχτού. Ο καθένας ήξερε ότι ένα ανθρώπινο εμπόδιο είχε σπάσει και ότι μια ανθρώπινα φωνή και ένα σώμα είχε εκσφενδονιστεί ενάντια στο σκληρό τοίχο της Αμερικής και όλων των στρατών, ναυτικών, ακαδημιών και άλλων οργάνων."
Ο εκδότης
Λώρενς Φερλινγκέττι, ο οποίος παρευρέθηκε στην εκδήλωση, έστειλε στον Άλλεν Γκίνσμπεργκ ένα τηλεγράφημα στο οποίο του δήλωνε την προσφορά του να δημοσιεύσει την ποίησή του, στον εκδοτικό του οίκο City Lights. Το Ουρλιαχτό πολύ σύντομα απαγορεύτηκε ως άσεμνο, αλλά έπειτα από μια σειρά δικών επετράπη τελικά η δημοσίευσή του. Η δημοσιότητα που συγκέντρωσαν οι δικαστικές διαμάχες συντέλεσαν καθοριστικά στην εξάπλωση του έργου και της μπητ λογοτεχνίας γενικότερα. Ο εκδοτικός οίκος City Lights δημοσίευσε έκτοτε πολλά έργα μπητ λογοτεχνών και αποτέλεσε σε ένα βαθμό σύμβολο της μπητ λογοτεχνικής παραγωγής.
Επίδραση
Η Μπητ γενιά θεωρείται πως δεν έδωσε απλά ένα νέο ύφος στην αμερικανική λογοτεχνία αλλά προκάλεσε μια γενικότερη εξέγερση ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής κοινωνίας της δεκαετίας του '50. Αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή εκείνη κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή η έννοια του αμερικανικού ονείρου. Η απόκτηση υλικών αγαθών έχει αναχθεί σε απόλυτο ιδανικό ενώ παράλληλα το ψυχροπολεμικό κλίμα ευνοεί την καταδίκη κάθε μη συμβατικής συμπεριφοράς.
Οι μπήτνικς έδρασαν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα και αντέδρασαν μέσω της λογοτεχνίας ή της ποίησης ενάντια στον κονφορμισμό και την αλλοτρίωση της αμερικανικής κοινωνίας. Οι τρόποι ζωής που η ομάδα των μπητ συγγραφέων υιοθέτησε ήταν αντίθετοι προς τη χαρακτηριστική οικογενειακή ζωή της δεκαετίας του '50 ενώ αρκετοί από αυτούς πειραματίστηκαν με ψυχοτρόπες ουσίες, κυρίως
παραισθησιογόνα, αποτυπώνοντας παράλληλα τις εμπειρίες τους στα έργα τους. Αρκετοί συγγραφείς ήρθαν σε επαφή και με τις Ανατολικές θρησκείες και ιδιαίτερα τον ζεν βουδισμό. Πολλοί ακόμα προέβαλαν στα έργα τους οικολογικά μηνύματα, όπως ο Gary Snyder ή ο Michael McClure.
Περισσότερο "συντηρητικοί" ποιητές και κριτικοί δεν αποδέχονται την θετική επίδραση που είχε το ρεύμα των μπήτνικς στη λογοτεχνία ή την κοινωνική ζωή. Ο Norman Podhoretz, εκδότης της εφημερίδας Commentary, άσκησε έντονη κριτική περιγράφοντας το κίνημα της μπητ λογοτεχνίας ως "πρωτογονισμό, εχθρικό απέναντι στον πολιτισμό" καθώς και "επανάσταση των πνευματικά καθυστερημένων".
Εξίσου χαρακτηριστικά, ο ποιητής George Barker γράφει σε κωμικό ύφος για τα έργα του Kerouac:

Now Jack, dear Jack
That ain't fair wages
For laboring through
Prose that takes ages
Just to announce
That Gods and Men
Ought to study
The Book of Zen.
If you really think
So low of the soul
Why don't you write
On a toilet roll?

Ωστόσο, παραμένει γεγονός, πως το κίνημα των μπήτνικς ως φαινόμενο, άσκησε γενικά σημαντική επιροή σε ολόκληρη τη Δυτική κουλτούρα, αμφισβητώντας τις παραδοσιακές ή συμβατικές αξίες. Η Μπητ
ποίηση και λογοτεχνία, αποτελεί σήμερα μέρος των προγραμμάτων σπουδών αρκετών αμερικάνικων κολλεγίων. O Γκίνσμπεργκ αποτέλεσε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ενώ το 1986 έγινε επίτιμος καθηγητής φιλολογίας στο Brooklyn College. Πριν από το θάνατό του, ο Κέρουακ αναγνωρίστηκε επίσης για το πειραματικό ύφος της πεζογραφίας του ενώ συγκαταλέγετα από πολλούς στους μείζονες αμερικανούς συγγραφείς.

Επιλεγμένα έργα

Στο Δρόμο (On the Road), Jack Kerouac (εκδ.
1957)
Junky, William S. Burroughs (
1953)
Το Ουρλιαχτό (Howl and other Poems), Allen Ginsberg (
1956)
Γυμνό γεύμα (Naked Lunch), William S. Burroughs (
1959)
Βενζίνη (Gasoline), Γκρέγκορυ Κόρσο
Ανθολογία Μπητ Λογοτεχνίας, εκδ. Ελεύθερος Τύπος



Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%B7%CF%84_%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%AC




«ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ»

Οι δρόμοι ασφυκτιούν από σκυλιά που ψάχνουν να κρυφτούν,
από μηχανές που προσπαθούν να γλιτώσουν τη καταστροφή τους,

από ανθρώπους που βιάζονται να χαθούν
προκειμένου ν’ αποφύγουν τις συγκρίσεις.
Τα πουλιά φτιάχτηκαν για να πετούν,
μα τώρα φέρνουν βόλτες στα βρόμικα πεζοδρόμια περιμένοντας το Τέλος.
Οι ποιητές μεθούν σε μπαρ,
οι πιανίστες σφυρηλατούν τα πλήκτρα τους με οργή

αναπολώντας την εποχή του Wolfgang Amadeus Mozart.
Όλοι προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ το καθημερινό. Όλοι.

Μα ελάχιστοι το καταφέρνουν πια.
Η γη μοιάζει με καζάνι γεμάτο από φόβους κι’ ενοχές,

έτοιμο να ξεχειλίσει μιζέρια· δοχείο που μοιράζει άνισα
-για ακόμα μια φορά- το βρόμικο περιεχόμενό του
στους Homo Erectus που μας κυβερνούν
και που θα μείνουν να κοιτούν για πάντα
τα συντρίμμια που άφησαν ξοπίσω…

«ΣΕΙΣΜΟΣ»

Η επανάληψη ενός επώδυνου ονείρου ξαγρύπνησε μαζί μου εχθές το βράδυ·
έγινα για μια φορά ακόμη το τέλειο θήραμα του πόνου.
Είδα πως ήμουν ζωντανός το καλοκαίρι εκείνο πριν από πολλά χρόνια.
Ανάσαινα κάτω απ’ το παράθυρό της καλώντας τη να βιώσει μαζί μου

την υπέροχη αιωνιότητά της.
Την πήρα απ’ το χέρι και περπατήσαμε μαζί στα κύματα του Ατλαντικού Ωκεανού. Το πρωί μας βρήκε αγκαλιασμένους σε κάποια ακτή του Νέου Κόσμου
ν’ ανταλλάζουμε φιλιά.
Έγειρα στο στήθος της και άρχισα να κλαίω από χαρά,
όταν ο σεισμός κατέστρεψε μια ακόμα γιορτή που με κόπο προσπαθούσα να ζήσω σα να ήτανε αληθινή.
Για μερικά λεπτά νομίζω πως το πίστεψα,

μα όταν σταμάτησαν οι τοίχοι να περνούν με τη ταχύτητα του ήχου
μπροστά από τα τρομαγμένα μου μάτια,
σύρθηκα στο διπλανό δωμάτιο που ο καινούριος χρόνος με είχε βρει.
Τράβηξα το μπουκάλι από τη θέση του

και προσπάθησα να φανταστώ τη γεύση των χειλιών της.
13/3/08

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

"Φιλία"


Το να έχει κάποιος αληθινούς φίλους, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση.
Πότε όμως είναι μια φιλία αληθινή, προορισμένη να αντέξει στις τρικυμίες του χρόνου, και πότε είναι απλά και μόνο μια “παρέα”, που σήμερα είναι και αύριο δε θα είναι;
Το βασικό που πρέπει κάποιος να κοιτάξει για να διαχωρίσει αυτές τις δύο καταστάσεις, είναι τα κίνητρα πίσω από το συναπάντημα.

Σε μια αληθινή φιλία, βρίσκομαι μαζί με τον άλλο άνθρωπο για να μοιραστούμε την ίδια τη ζωή, τις χαρές και τις λύπες της. Ο αληθινός φίλος είναι συνοδοιπόρος μου, όχι μόνο στις εύκολες και ευχάριστες στιγμές, αλλά επίσης στις αναπόφευκτες περιόδους θλίψης και δυσκολίας. Σε μια γνήσια φιλία υπάρχει ο αμοιβαίος σεβασμός, ώστε να υπάρχει ώρα και χώρος για να εκφραστούν όλοι.
Ο καλύτερος φίλος είναι αυτός που δε φοβάται να μας πει την αλήθεια, αν πιστεύει ότι σε κάτι έχουμε παρεκτραπεί. Είναι όμως παράλληλα έτοιμος να σεβαστεί τις επιλογές μας, έστω και αν διαφωνεί, χωρίς να φύγει από το πλευρό μας.

Σε αντίθεση, όταν μιλάμε για “σκέτη παρέα” τα κίνητρα είναι διαφορετικά: Εδώ δε συναντιόμαστε για να μοιραστούμε τη ζωή στην ολότητά της, αλλά μόνο για να ευχαριστηθούμε κάποια συγκεκριμένα πράγματα, πρόσκαιρα πράγματα, που τυγχάνει να μας αρέσουν και των δύο. Σε τέτοιες σχέσεις γνωρίζουμε – κατά βάθος – ότι υπάρχουν όρια στο τι μπορούμε να μοιραστούμε με τον άλλο. Όταν πια ο ένας από τους δύο βαρεθεί τη συγκεκριμένη απόλαυση που τους ένωνε, ή αν προκύψει εν τω μεταξύ κάποια διαφωνία, η “φιλία” αυτή εξανεμίζεται.
Εσείς έχετε πραγματικούς φίλους;

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

«ΚΑΤΑΛΗΨΗ»

Ο κόσμος μοιάζει να έχει χάσει τα λογικά του.
Ή μήπως τα έχει βρει;
Το μέχρι χθες παράλογο,
τώρα καταλήγει αντικειμενικά ορθό,
άκρος πραγματικό και τρομακτικό,
καθώς η τρέλα εξελίσσεται μπροστά στο γεμάτο γαλήνη βλέμμα μου.
Το κτίριο παίρνει φωτιά απ’ τις καυτές ανάσες των ανθρώπων,
εκείνων που πραγματικά πιστεύουν πως μπορούν ν’ αλλάξουν κάτι,
και εκείνων που απλά αρέσκονται να βρίσκονται εκεί.
Κοιτάζω το αίμα στο μανίκι μου
και ένα φρικιαστικό γέλιο και κλάμα μαζί, κρώζει στο μυαλό μου.
Αφήνω την καρέκλα μου για κάποιον άλλο.

Βγαίνω στον έξω κόσμο· κλείνω το μάτι στον παππού και στη γιαγιά μου,
που λίγο έλειψε να συναντήσω.
Κρατώ το μέτωπό μου που στραγγίζει ακόμα

και χάνομαι στη σκιά της κοιλάδας του θανάτου,
για να βρεθώ λίγη ώρα αργότερα σε κάποιο άλλο μπαρ,
στο ανατολικό Fresno.

26/2/08

«ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΟΥ, ΤΟ 1!»


Με βρίσκω στη μια θέση και μετά στην άλλη.
Τριγυρίζω σα χαμένος.
Πάντα στο ίδιο στρόγγυλο τραπέζι με τη φτηνή πράσινη τσόχα.
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία.
Ζαλίζομαι μες τους βαλέδες και τις ντάμες…
Σήμερα έχασα δύο χιλιάρικα. Χθες τρία. Προχθές κέρδισα μισό!
Η δικηγορική μ’ εγκαταλείπει.

Τα χρήματα στερεύουν.
Όλο χαμένος βγαίνω, και πάντα στο ίδιο πρόσημο γυρνώ,

στο μείον.
Αποτοίχισα σε τούτη τη ζωή,

έπαιζα και έχανα.
Τα ξανθά μου μαλλιά γινήκαν πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενα άσπρα.
Τώρα πια ποντάρω όλο και περισσότερα, χωρίς αντίκρισμα…
Δεν το ξέρουν…
Κάποια στιγμή ίσως καταφέρω να βάλω σε τάξη τη ζωή μου.
Προς το παρών θα μείνω στραμμένος στην πράσινη τσόχα να ζητιανεύω λίγη τύχη…
Έσβησα, τελείωσα και πέρασα τα περισσότερα δεινά μου για τούτο το πάθος.
Κουράστηκα! Το βαρέθηκα!

Στον Δημήτρη…

16/9/06

«ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΕΣ»

Μακρύς βαρύς χειμώνας.
Είμαι ακόμα στην αρχή του.
Γκρίζος ουρανός,
φθινοπωρινό ψυλόβροχο.
Στο σταθμό της Θεσσαλονίκης,
τα τρένα σφυρίζουν εικόνες του χθες.
Τα χνώτα παγώνουν στον αέρα

και μαζί τους οι λέξεις, τα κόμματα και οι τελείες.
Καμιά φορά μένουν εκεί, κολλημένες, μετέωρες.
Ο συνομιλητής αδυνατεί να κατανοήσει τις φθινοπωρινές φιλολογίες,

ή απλά δεν ενδιαφέρεται.
«Λυπάμαι κύριοι, δεν θα μετέχω στη συζήτησή σας.»
Το φλασκί, στη δεξιά φαρδιά μου τσέπη είναι γεμάτο ως το πώμα με κονιάκ.
Θα καθίσω κάπου απόμερα στην άκρη της προβλήτας και θα το πιω,
με μόνη μου παρέα τα δύο ξεχασμένα,
απ’ τον Θεό και τον σταθμάρχη,
ξύλινα βαγόνια.

12/8/06

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

«ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ»



Καλοκαίρι 2001, σε κάποιο μικρό πάρκο· κάπου.
Ανάμεσα στις καυτές πολυκατοικίες,
κάτω απ’ τα πυκνά φυλλώματα τις αστικής φύσης,
ξεγελώ το χαμένο χρόνο μου,
θρηνώ για τις όμορφες στιγμές που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν
μεθώντας με φτηνό κρασί.
Κάθε κατέβασμα του πλαστικού μου ποτηριού
και μια ευχή στο μέλλον.
Σ’ ένα καλύτερο μέλλον.
Σ’ ένα ξημέρωμα με λιγότερο πόνο και λιγότερες σκέψεις για το χθες.
Τα φύλλα ίσα που κουνιούνται στο φύσημα του ανεπαίσθητου ανέμου.
Η ζέστη είναι ανυπόφορη.
Τόσο πολύ, που το κρασί μου ζεστάθηκε νωρίς.
Μα στο μυαλό μου έχω συσσωρευμένες τόσες μύριες σκέψεις,
που κάθε τι τ’ ολόγυρο απλά αφήνω να υπάρχει.
Έχω πάψει να ακούω τους πνιγερούς ήχους του κόσμου.
Έχω σταματήσει να βλέπω παραπέρα
απ’ το τώρα.
Και γι’ αυτό δε σκέφτομαι τίποτα απολύτως.
Απλά υπάρχω κι’ αναπνέω,
και μεθώ σιγά-σιγά μ’ αυτό το άθλιο υγρό,
επικεντρώνοντας το βλέμμα μου απέναντι.
Το ποτό δε θα τελειώσει απόψε.
Το ξέρω καλά.
Το ποτό δε θα τελειώσει ποτέ.
Ποτέ των ποτών.
Μα αύριο θα ‘ναι ακόμα μια επίφορη ημέρα.
Ακόμα μια θλιμμένη ζεστή εβδομάδα.
Μεθαύριο, ο γλυκός Σεπτέμβρης δε θα έχει καμία μα καμία σημασία.
Γιατί απλά θα είναι μία απ’ τα ίδια
και εκείνη θα βρίσκεται αλλού.
27/5/07

ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΚΑΤΙ;

Έχεις γεννηθεί με τη δύναμη που χρειάζεται
έτσι ώστε ν’ αντιμετωπίσεις τον κόσμο κατάμουτρα;
Τις γυναίκες;
Τους φίλους;
Μια πιθανή αυτοκτονία σου;
Τις προκλήσεις της νύχτας
(όποιες κι’ αν είναι αυτές);
Έχεις το κουράγιο να κλειστείς μέσα για
μέρες ολόκληρες, δίχως χρήματα,
δίχως να περιμένεις κάτι να συμβεί,
με την ελπίδα και τις σειρήνες της συνείδησης
(που κάποτε είχες),
να ουρλιάζουν αδιάκοπα βαθιά μες στο κεφάλι σου;
Έχεις γεννηθεί για να γίνεις πυροσβέστης;
Οδηγός αστικού; Κουρέας στη Τασκένδη;
Πουτάνα σε κάποιο μπουρδέλο της Ταγγέρης;
Έχεις γεννηθεί για να γίνεις ο εφιάλτης των ανθρώπων;
Συγγραφέας; Ιερέας; Ποιητής;
Διοικητής λόχου; Ανεπάγγελτος;
Αντέχεις στη δουλειά (όποια κι’ αν είναι αυτή);

Στο ασταμάτητο βούισμα του δρόμου;
Στα Χριστούγεννα; Στο Χάνουκκα και στην Ασούρα;
Σε μέρες που μοιάζουν να μην έχουν τέλος;
Πώς τα πας με τους ανθρώπους;
Τους φοβάσαι; Τους μισείς;
Μήπως τους βρίσκεις βαρετούς,
απλά και μόνο επειδή γουστάρεις τον εαυτό σου πιο πολύ απ’ όσο πρέπει;
Αντιστέκεσαι στη παραπλάνηση των φωτεινών επιγραφών που οδηγεί στον υλισμό; Στον κόσμο που σε σπρώχνει προς τα έξω;
Έχεις τη δύναμη να κάνεις πάντοτε αυτό που θέλεις;
Έχεις τη θέληση να κάνεις κάτι;
Έχεις τη τύχη με το μέρος σου;

22/1/08

«ΣΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ»

Τα περισσότερα όνειρά μας αφήναμε στο κλουβί του επιστάτη,
λίγο πριν αρχίσει η μέρα να κυλά.
Τις βροχερές ημέρες στο κολαστήριο,
μας έστελναν στο υπόστεγο,
σ’ ένα γεμάτο μούχλα και φόβο κλουβί,
να ζητιανεύουμε λίγο νερό απ’ τις χάλκινες βρύσες.
Τις ηλιόλουστες πάλι ημέρες της μυροφόρου Άνοιξης,

η θέση μας ήταν στο υπερφωτεινό τσιμεντένιο προαύλιο.
Αυτό με τους κύκλους του ολυμπιακού πνεύματος και τις σημαίες και τα μεγάφωνα που ξερνούσαν κλασική μουσική με μίσος.
Και σ’ εκείνες τις βρύσες, που τα σκυλιά ματώνανε λιγότερο απ’ τους ανθρώπους.
Μερικοί από εμάς περνούσαμε τιμωρημένοι ώρες ολόκληρες κοντά στη σκάλα του εργαστηρίου καλλιτεχνίας.
Όταν δε πάλι πλησίαζε το καλοκαίρι,

κρυβόμουν κάτω απ’ τα φουντωτά πεύκα,
αθόρυβος,
ανύπαρκτος,
για δεκαπέντε λεπτά και έκανα ταξίδια στο χρόνο.
Το κροτάλισμα όμως του μετάλλου επάνω στην εφεύρεση του Bell,
με γυρνούσε πίσω στη πραγματικότητα.
Στο θρανίο με το χρώμα του νεκρού,
στον πράσινο πίνακα,
ανάμεσα σ’ αυτά τα μικρά καλοζωισμένα πλασματάκια

που ζούσαν στις «καλές» γειτονιές της «μικρής γαλάζιας πόλης».
Κι’ όταν ακούγονταν ο ήχος για τελευταία φορά λίγο πριν τη δύση,
τ’ αναψοκοκκινισμένα πρόσωπά μας,

έτειναν όλο και πιο πολύ στη πολυπόθητη ενηλικίωση...
20/1/08

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008

«ΣΚΛΗΡΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»

Ήμουν ακόμα ζωντανός..
Είχα όραμα και σχέδια για το μέλλον,
ανομολόγητες σκέψεις, προτάσεις που μου φαίνονταν λογικές,
μα τις αρνήθηκα.
Το αύριο μου έμοιαζε εντάξει, μα κατέληγε πάντα μία από τα ίδια.
Έκλαιγα σε κάθε μου γιορτή και γελούσα σε κάθε μου πίκρα.
Και όταν συνειδητοποιούσα πως ήμουν και πάλι ο χαμένος,
το έριχνα πίσω σ’ αυτό, κράζοντας και φτύνοντας κατάρες οργισμένος στο μέλλον.

***

Άρχισα να γράφω (ίσως) επειδή δε μπορούσα τίποτα καλύτερο να κάνω στη ζωή μου.
Άρχισα να πίνω επειδή δε μπορούσα να καταλάβω αυτά που όσοι δεν είναι ναρκομανείς,
μπεκρήδες,
ονειροπόλοι,
δυστυχισμένοι, θεωρούν δεδομένα.
Προκάλεσα την ίδια μου τη τύχη στα μπαρ που τριγυρνώ,
στα πάρκα που ξυπνάω,
στα βρόμικα λασπόνερα του κέντρου της «μικρής γαλάζιας πόλης».
Και τώρα βρέθηκε στο δρόμο μου να μ’ αντιμετωπίζει καθημερινά,
θυμίζοντάς μου διαρκώς τις όμορφες στιγμές που έζησα στο τέλος του εικοστού αιώνα.
Το μόνο που μου έχει μείνει από τη γκριζοκόκκινη εκείνη εποχή μου,
είναι ελάχιστες φωτογραφίες,
και πληγές,
και μπουκάλια μπύρας,
και ουισκιού,
και πόρτο
και μερικών ακόμα άλλων.
Άργησε κι’ απόψε το ξημέρωμα να έρθει καλή μου φίλη μοναξιά,
και οι πολλές γυναίκες,
και τα πολλά λεφτά,
και το χαμόγελο,
και το παλαιωμένο σε δρύινα βαρέλια ουίσκι,
και η απάντηση στα ερωτήματα μου,
η ευτυχία,
η χειμωνιάτικη λιακάδα που περίμενε ο κόσμος μ’ αγωνία,
το επόμενο λεωφορείο,
ο C.B., o Θ.Κ., οι μυρωδιές του χθες...

***

Ένα βράδυ ξαπλωμένος στο κρεβάτι σκέφτηκα το πώς θα ήμουν αν ζούσα σε κάποιον άλλο γαλαξία, μακριά απ’ του δικού μας τη πίκρα.
Μακριά από απληστία, πόνο, μίσος, γέλιο,
αύριο γεμάτα υποσχέσεις, γυναίκες που μοιάζουν με παγόνια..
Και ξέρετε που κατέληξα;
Πιθανόν δε θα ήμουν αυτός που αναζητώ μέσα μου βαθιά προκειμένου να βγάλω στην επιφάνεια της ψυχής μου.
Δε θα έγραφα, δε θα κάπνιζα, δε θα έπινα, δε θα πονούσα,
δε θα κοιτούσα κάθε βράδυ το απέναντι μπαλκόνι για να με βεβαιώσει αν βρίσκομαι ακόμα δώδεκα μέτρα πάνω απ’ τη γη.
Δεν υπήρξα ποτέ φιλόδοξος για τη ζωή,
δεν διακήρυττα πως τα καλύτερα θα έρθουν μια μέρα σαν τη σημερινή, ή μελοδραματικός για να με λυπηθώ.
Εσείς;
8/12/07

«ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ»

Τα δυνατά ποτά δεν έχουν ημερομηνία λήξης,
ούτε οι καθημερινοί θαμώνες αυτού του μπαρ που τα πίνω τώρα.
Τουλάχιστον αυτοί μοιάζουν να τα έχουν βρει πολύ καλά με τον παλαίμαχο χρόνο.
Είμαι σίγουρος πως έχουν κλείσει συμφωνία παντοτινής ζωής μαζί του,
πάνω σε τούτο τον πάγκο που τρελενόμαστε,

δύο βδομάδες τώρα.
Και όλα αυτά σε αντίθεση με τους λογαριασμούς

του νερού,
του τηλεφώνου
και του ηλεκτρικού,
που έχουν.
1/1/08

«ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ»













Καλοκαίρι 2000.
Τα όνειρά μου αφήνω ακόμα ελεύθερα να εξελίσσονται.
Κατά βάθος ελπίζω.
Είμαι αισιόδοξος αν και ξέρω πως τα έκανα μαντάρα.
Υπάρχει διαφυγή στο μέσο του πελάγους;
Ίσως κάποτε να υπήρχε όταν οι άνθρωποι ζούσαν με τα λίγα.
Ίσως όταν ο κόσμος μας άρχισε να μετατρέπεται σε άπειρα αερόστατα γεμάτα ριζοσπαστικές ιδέες και οικονομικές θεωρίες,
να πήρε μαζί του και κάθε τι συναίσθημα πραγματικό.
Όπως και να ‘χει, έτσι είναι η κατάσταση τώρα.
Ταξιδεύω στα πιο βαθιά νερά του Ιωνίου με κατεύθυνση τη νήσο των Φαιάκων.
Να συναντήσω Λωτοφάγους, Κίκονες, Λαιστρυγόνες.
Να τους ρωτήσω και αν γνωρίζουν να μου πουν κάτι για την Ελένη.
Ίσως να μη τη ξανασυναντήσω ποτέ.
Φοβάμαι πως στο πέρασμα του καιρού η ιστορία μας θα τελειώσει.
Δε θα υπάρξει κάποιο τέλος και η αρχή θα ξεχασθεί.
Τα πολλά αύριο θα ακυρώσουν τα γεγονότα του χθες και οι δρόμοι μας θα χωριστούν για πάντα.
Η θάλασσα είναι γαλήνια.
Τουρίστες δεν υπάρχουν στο κατάστρωμα Ε. Δεν υπάρχει κανένας παρά μόνο η πιο ευχάριστη ησυχία.
Για μια ακόμα φορά εύχομαι να ήταν εδώ και να μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου και τη καρδιά μου.
Ίσως να εύρισκε κάτι καλό πέρα απ’ την αγάπη μου για ‘κείνη να φυλάξει.
27/5/07


«Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ»