Άσχημοι άνθρωποι σε μια άσχημη πόλη γλεντούν σε καπνισμένα μπαρ,
σε λεωφόρους και σε διαλυμένα απ’ τον καιρό ανάκτορα περασμένων μεγαλείων.
Στο ύψωμα τα δέντρα είναι γκρίζα,
δεν έχουν φύλλα, νομίζω πως τα έκαψαν πέρυσι τον χειμώνα.
Τα πουλιά στον ουρανό έχουν πάψει να πετούν προ πολλού.
Περιμένουν κι’ αυτά με τη σειρά τους καρτερικά στη μολυσμένη ακρογιαλιά να ‘ρθει το τέλος.
Τα χάλκινα νομίσματα πρασίνισαν στο χρόνο κι’ έχασαν την αξία τους·
οι μηχανές, προσβεβλημένες απ’ την ανθρώπινη αλαζονεία,
πνίγηκαν στη σκουριά και στο λάδι τους· έχουν παραλύσει τα πάντα για πάντα.
Άσχημοι άνθρωποι φαιδροί, κοιτούν έτσι όπως κάθονται,
άλλοι κατάχαμα κι’ άλλοι σε στάσεις λεωφορείων και σε ταβέρνες,
τα λερά ρυτιδιασμένα χέρια τους και αναρωτιούνται αν έχουν κάνει έστω κι’ ένα καλό.
Φτύνουν στο χώμα και βλαστημούν το Θεό,
γιατί τους άφησε να ζουν ελεύθερα,
να κάνει αυτό που ήθελε ο καθένας.
Μα πιο πολύ,
νομίζω πως το κάνουν από φόβο.
Γνωρίζουν πολύ καλά τα λάθη τους.
Δεν υπάρχει γυρισμός στο χθες,
τότε που έτρεχαν μικροί στους δρόμους,
τότε που κοίταζαν κάτω από τις φούστες κοριτσιών το καλοκαίρι.
Γι’ αυτό και πήραν από φόβο τα πουλιά και τα δηλητηρίασαν,
γι’ αυτό και έκαψαν τα δέντρα στο ύψωμα,
γι’ αυτό η πόλη είναι άσχημη και τη μισώ,
γιατί ζουν άσχημοι άνθρωποι.
13/1/07