Το επόμενο πρωινό, το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από το χθεσινό μεθύσι.
Δώδεκα χιλιάδες και ένα σφυριά, κοπανούσαν μανιασμένα το βάθος του μυαλού μου.
Το τελευταίο ποτήρι έμπνευσης που μου απέμεινε,
κοντεύει να στερέψει.
Μπαρ αδειανό, γεμάτο καπνό ξεφτισμένες καρέκλες και στο βάθος εσύ.
Μου φίλαγες για το τέλος το πιο καλό μου όνειρο,
ένα φιλί, άγκιγμα απαλό στο στόμα μου.
Γεύση πικρή, χωλή,
η στιγμή που μ’ άφησες μόνο,
μετέωρο να σε αποζητώ,
να σε παρακαλώ να μείνεις λίγο ακόμα.
Έφυγες.
Έτσι ξαφνικά όπως ήρθες,
βιαστικά,
βασανιστικά,
σαν παγερό φύσημα πρωινού αέρα
και γύρισες ξανά στο γνωστό σου σημείο.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Αναστατώθηκα και πάλι.
Ορκίστηκα πως δε θα πιω ξανά.
Δεν αντέχω βλέπεις,
τούτη την επαναλαμβανόμενη
πρωινή οδύνη,
όταν το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει από το χθεσινό τρελό μεθύσι.
Όταν δώδεκα χιλιάδες και ένα σφυριά…
12/8/06