Φοβάμαι και πάλι.
Σκάβω τον πιο βαθύ μου λάκκο και ξεβράζομαι στην άλλη άκρη της γης.
Σε μια πολύχρωμη χώρα που τη καλύπτει το γκρίζο.
Τρομάζω από την εξαφάνιση του πολιτισμού.
Κοιτάζω χ α μ η λ ά μα το μόνο που βλέπω είναι το παραμορφωμένο μου είδωλο σ
τα βρόμικα λασπόνερα να τρεμοπαίζει.
Ο κόσμος που με κοίταζε με απορία,
έχει πια χαθεί.
Κλείνω τα μάτια και ξαφνικά βρίσκομαι βρόμικος και ξενυχτισμένος
σε κάποιο μπαρ στο κέντρο του Μονάχου καθισμένος σε ξύλινο σκαμπό,
να γεύομαι τις τελευταίες ρουφηξιές ενός μουσκεμένου Sante και να ελπίζω.
Τρέχω στη τουαλέτα.
Ξερνώ τα όνειρά μου.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη μα η εικόνα μου έχει πια χαθεί.
Τώρα πια βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Τα στρωσίδια κείτονται στο πάτωμα τσαλακωμένα.
Ανοίγω τη παλάμη και μετρώ ανάποδα τις πληγές που δεν έχουν κλείσει ποτέ.
Φαντάζομαι το επόμενο μέρος που θα επισκεφτώ.
Σταματώ.
Δεν είναι εποχές για ονειροπόλους, φαντασμένους, ηλίθιους, ποιητές.
Αλλάζω τις σκέψεις μου μα η διάθεσή μου παραμένει ως έχει.
4/5/07