Τα περισσότερα όνειρά μας αφήναμε στο κλουβί του επιστάτη,
λίγο πριν αρχίσει η μέρα να κυλά.
Τις βροχερές ημέρες στο κολαστήριο,
μας έστελναν στο υπόστεγο,
σ’ ένα γεμάτο μούχλα και φόβο κλουβί,
να ζητιανεύουμε λίγο νερό απ’ τις χάλκινες βρύσες.
Τις ηλιόλουστες πάλι ημέρες της μυροφόρου Άνοιξης,
η θέση μας ήταν στο υπερφωτεινό τσιμεντένιο προαύλιο.
Αυτό με τους κύκλους του ολυμπιακού πνεύματος και τις σημαίες και τα μεγάφωνα που ξερνούσαν κλασική μουσική με μίσος.
Και σ’ εκείνες τις βρύσες, που τα σκυλιά ματώνανε λιγότερο απ’ τους ανθρώπους.
Μερικοί από εμάς περνούσαμε τιμωρημένοι ώρες ολόκληρες κοντά στη σκάλα του εργαστηρίου καλλιτεχνίας.
Όταν δε πάλι πλησίαζε το καλοκαίρι,
κρυβόμουν κάτω απ’ τα φουντωτά πεύκα,
αθόρυβος,
ανύπαρκτος,
για δεκαπέντε λεπτά και έκανα ταξίδια στο χρόνο.
Το κροτάλισμα όμως του μετάλλου επάνω στην εφεύρεση του Bell,
με γυρνούσε πίσω στη πραγματικότητα.
Στο θρανίο με το χρώμα του νεκρού,
στον πράσινο πίνακα,
ανάμεσα σ’ αυτά τα μικρά καλοζωισμένα πλασματάκια
που ζούσαν στις «καλές» γειτονιές της «μικρής γαλάζιας πόλης».
Κι’ όταν ακούγονταν ο ήχος για τελευταία φορά λίγο πριν τη δύση,
τ’ αναψοκοκκινισμένα πρόσωπά μας,
έτειναν όλο και πιο πολύ στη πολυπόθητη ενηλικίωση...
20/1/08