
Στην απόληξη της νύχτας μιας 29ης Μαΐου,
καπνίζω το τελευταίο αφιερωμένο τσιγάρο μου στο ‘99.
Το καταφύγιο στα βάθη του χρόνου είναι και πάλι ανοιχτό.
Κάτω απ’ το νυχτερινό ίσκιο των φυλλοβόλων
μια ακόμα καρδιά λιώνει αργά μαζί με τη δική μου,
ψυχορραγώντας απ’ τα λάθη του παρελθόντος.
Σκόρπια μπουκάλια, φύλλα,
κατάλοιπα ανεκπλήρωτων ερώτων,
υποσχέσεις χαραγμένες βαθιά στα θορυβώδη δέντρα
που στο θρόισμά τους σπέρνουν σεισμούς
στον ειρμό των ποιητών του χώρου.
Κάποιοι βαφτίζουνε δειλία την ευαισθησία ενός σύγχρονου αστού.
Κάποιοι άλλοι, λιγότερο ηλίθιοι, ξεπερνούν τον εαυτό τους προσπαθώντας∙
και στο τέλος μένουνε με τη προσπάθεια.
Ξεπουλιόμαστε φτηνά...
Πρόσωπα του χθες, ίσως και παλιότερα,
σπέρνουνε εικόνες και αναμνήσεις δίχως τέλος
μπροστά στο κουρασμένο μου δέρμα.
Μοιάζουν άνθρωποι τελείως διαφορετικοί,
ακίνδυνοι στην αγκαλιά του κυβερνοχώρου…
Οι χθεσινοί κατακριτές που δε με γνώρισαν ποτέ,
βρίσκονται όλοι εκεί...
Μάιος 2008