
Με άφησε αρκετά μέτρα πίσω.
Νομίζω πως στάθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Θαρρείς πως με περίμενε∙ η κάτι τέτοιο.
Κράτησε την πόρτα του ασανσέρ.
-Σε ποιόν όροφο πηγαίνεις;
έκανα με προσποιητή, αδιάφορη φωνή.
Έπειτα,
με πλησίασε σε απόσταση φιλιού.
Μου χαμογέλασε,
και αμέσως ένοιωσα
το δάπεδο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.
Να φεύγω στο κενό,
σαν τα κλειδιά παλιών προσωρινών επισκεπτών,
ή τα αποκόμματα ληγμένων εισιτηρίων του υπόγειου,
που χάνονται για πάντα∙
μες στη λάσπη και τη σκόνη.
Εκείνη κατέβηκε στον όροφό της.
Και εκείνος στον δικό του.
Κάθισε πάνω απ’ το καινούριο του πληκτρολόγιο,
άνοιξε την πρώτη του μπύρα
και άρχισε να γράφει,
σε τρίτο ενικό πρόσωπο.
6/1/2009