
Χτύπησε η πόρτα.
Ήταν ο Eliot.
Ήθελε να δανειστεί λίγο τσάι.
Έφυγε και έπειτα ησυχία.
Χτύπησε η πόρτα.
Ήταν η Florette.
Μου παραπονέθηκε για κάτι το ασήμαντο.
Έφυγε και έπειτα ησυχία.
Χτύπησε και πάλι η πόρτα.
Ήταν η ίδια.
Μου είπε πως ένιωθε μόνη
και πως ήθελε λίγη συντροφιά.
Έκανε κατάληψη στη πολυθρόνα μου
για μερικές ώρες..
Μου μίλησε για τη ζωή της,
για το αφεντικό της,
και για τον χωρισμό της απ’ τον Mark J.
Έφυγε και έπειτα ησυχία.
Έπειτα από μερικά λεπτά
βγήκα στο μπαλκόνι
και προσπάθησα να φτάσω στο έδαφος
όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Τραβήχτηκα και μπήκα πάλι μέσα.
Κοίταξα το θλιμμένο αυτό δωμάτιο
που εδώ και μερικά λεπτά ο ήλιος είχε πάψει να το λούζει
και πήρα τη γενναία απόφαση
να βγω για έναν απογευματινό περίπατο
στ’ αστέρια..
23/2/08