Πέρασαν δύο ήσυχες ημέρες
και δύο ήσυχα βράδια.
Δεν μ’ ενόχλησε καμία.
Έπινα, κάπνιζα και έγραφα.
Το τηλέφωνο χτύπησε μια φορά.
Έκαναν λάθος, μου είπαν.
Έμοιαζε με τη ζωή μου.
Ήταν κι’ αυτή ένα λάθος…
Μα δε πειράζει.
Παρ’ όλα αυτά, για τις επόμενες πέντε ημέρες θα πίνω,
θα καπνίζω και θα γράφω, ξέροντας πως η ησυχία στη ζωή μου θα παραμείνει.
Η σχολή είναι κλειστή, ο καιρός έχει χαλάσει
και τα σκυλιά βρήκαν τραγικό θάνατο στους παγωμένους δρόμους.
Μου αρέσει αυτή την εποχή το μικρό μου δωμάτιό,
με τους καπνισμένου τοίχους του και τις γλυκύτατες,
άλλοτε λευκές, μα τώρα γκρίζες κουρτίνες.
Τα άδεια μπουκάλια έχουν γεμίσει τα δύο μου μπαλκόνια,
σκόρπια σε σκισμένες απ’ τον αέρα σακούλες.
Φαίνονται αστεία έτσι πως παραμονεύουν τον επόμενο βαρδάρη να τα γδάρει.
Απόψε το βράδυ λέω να τα μεταφέρω σε κάποια άγνωστη γειτονιά,
επωφελούμενος από τη νεκρική - θα μπορούσα να πω - ησυχία,
κάπου μακρύτερα να παγώσουν.
Όλα σήμερα μου μοιάζουν λίγο πιο χαριτωμένα.
25/1/07