Μακρύς βαρύς χειμώνας.
Είμαι ακόμα στην αρχή του.
Γκρίζος ουρανός,
φθινοπωρινό ψυλόβροχο.
Στο σταθμό της Θεσσαλονίκης,
τα τρένα σφυρίζουν εικόνες του χθες.
Τα χνώτα παγώνουν στον αέρα
και μαζί τους οι λέξεις, τα κόμματα και οι τελείες.
Καμιά φορά μένουν εκεί, κολλημένες, μετέωρες.
Ο συνομιλητής αδυνατεί να κατανοήσει τις φθινοπωρινές φιλολογίες,
ή απλά δεν ενδιαφέρεται.
«Λυπάμαι κύριοι, δεν θα μετέχω στη συζήτησή σας.»
Το φλασκί, στη δεξιά φαρδιά μου τσέπη είναι γεμάτο ως το πώμα με κονιάκ.
Θα καθίσω κάπου απόμερα στην άκρη της προβλήτας και θα το πιω,
με μόνη μου παρέα τα δύο ξεχασμένα,
απ’ τον Θεό και τον σταθμάρχη,
ξύλινα βαγόνια.
12/8/06