Αρκετές φορές χρησιμοποίησα στη ζωή μου τη φράση
«μεθύσι δίχως αύριο».
Αφορμή πάντοτε υπήρξε.
Και η μικρή φλόγα της απελπισίας στο μυαλό μου,
αρκούσε για το ξέσπασμα μίας ακόμα μεγάλης περιπέτειας στη ζωή μου.
Κάθε φορά, ήμουνα σίγουρος πως η επόμενη ημέρα θα μ’ αντιμετωπίσει απ’ το πρώτο κιόλας φως του ήλιου με το πιο σκληρό της πρόσωπο. Όπως και γινόταν άλλωστε.
Όσες φορές έζησα αυτό μου τον παραλογισμό στο έπακρο,
το αποτέλεσμα ήταν να ξημερωθώ καθισμένος στη καρέκλα του γραφείου μου ή στο κρεβάτι ή στο πάτωμα ή στη τελευταία θέση κάποιου αστικού λεωφορείου σε στάση περίεργη,
προσπαθώντας να σκεφτώ αν αξίζει να παιδεύομαι ακόμα.
Πάντοτε υπήρχαν αίτια που με οδηγούσαν σε καταστάσεις τέτοιες,
που μόνο ένας ηλίθιος θα μπορούσε να οδηγηθεί.
Δεν έχω να σας πω πολλά γι’ αυτά.
Το θέμα είναι το μεθύσι, όποια κι’ αν έχει αιτία.
Τα μεθύσια υπάρχουν στη ζωή μου. Υπήρχαν από πάντα.
Θα μπορούσα να πω πως κάποιο απ’ τα έξι γράμματα αυτής της λέξης έχει τη μορφή μου.
Αυτό όμως θα ήταν κοινότυπο.
Κάθε ένα από αυτά, ξεκινάει με έναν καινούριο φόβο.
Ίσως και με μια μεγάλη προσδοκία για τις επόμενες πέντε-έξι ώρες.
Στα μέσα του όλα φαντάζουν πιο ήρεμα.
Η τρέλα έχει κοπάσει στο μυαλό. Σκέφτομαι λογικά.
Οι λέξεις αποκτούν μορφή.
Γίνονται όμορφες φράσεις που έχουν να πούνε πολλά.
Και τότε αρχίζω να καταλαβαίνω και να γράφω.
Άλλοτε λυπημένος και άλλοτε χαρούμενος.
Μερικές φορές τα καταφέρνω καλύτερα και νιώθω ευχαριστημένος που μπόρεσα να κάνω κάτι δημιουργικό σε μια θλιμμένη μέρα.
Οι ώρες κυλούν σαν το νερό.
Η μουσική έρχεται με τη σειρά της να γαληνέψει τον πόνο μου.
Έχω πιει αρκετά,
έχω πληγωθεί αρκετά,
έχω ανεχτεί αρκετά γι’ αυτή τη ζωή.
Ώσπου φτάνει η στιγμή και περνούμε στο μέλλον.
Σ’ ένα αύριο δίχως ιδιαίτερα σχέδια και στόχους να περιμένουν την εκπλήρωση.
Σ’ ένα αναμφισβήτητα γλυκό ηλιοβασίλεμα
που κρύβει δεκάδες αναπόφευκτα «μεθύσια δίχως αύριο».
Σ’ έναν παραλογισμό που το τέλος του δεν έφτασε ακόμα.
30/4/08