Το βλέμμα μου ξεμακραίνει απ’ την απέναντι στέγη
και επικεντρώνεται στο μακρινό βουνό,
το χιλιολουσμένο απ’ το λιοπύρι του καλοκαιριού,
τα χιόνια του χειμώνα και μερικές φορές της άνοιξης.
Το παλιό κάστρο στέκει ακόμα καλά παρά την γυρεώητά του,
εξετάζοντας προσεκτικά τα γεμάτα από διάφορες σκέψεις μυαλά μας.
Δε θωρώ πλέον τον εαυτό μου ακάθαρτο αιώνιο ήρωα.
Το φάντασμα του τέλους μου, στοιχειώνει μέχρι το τελευταίο λεπτό της νύχτας
τον αβάσταχτο θυμό μέσα στον πονοκέφαλο της καθημερινής μου τρέλας…
Η διαγραμμένη μου γελοιογραφία μοιάζει να ξεφεύγει από το περιθώριο του χαρτιού και να χάνεται στους γκρίζους τοίχους του μικρού δωματίου.
Η ελευθερία της δεν έχει όρια.
Ξεθαρρεύει ώρα με την ώρα.
Τώρα λοιπόν η αναιδέστατη καρικατούρα έχοντας αποκομίσει το δικό της περίγελο στυλ, μου κλείνει το μάτι. Τρέλα.
Δεκάδες κραυγές και εικόνες παράλογες,
μου κουτσουρεύουν το μυαλό χαλώντας τη πλήρη τάξη μιας εφήμερης δημιουργικής στιγμής.
(Προσπαθώ να μη σκέφτομαι για λίγο.)
Πρέπει να ξεκρεμάσω τον εαυτό μου απ’ το σκοινί όσο πιο σύντομα γίνεται,
και για μερικά λεπτά μονάχα να γίνω αερικό ελεύθερο στον γκρίζο χώρο κάποιου άλλου τρελού. Είμαι πολύ περίεργος για το πώς περνούν τα βράδια σ’ αυτή την πόλη.
1/11/06 - 9/10/08