Χρήστος Κελλάρης - Ποιήματα & Stories: 1/3/08 - 1/4/08

Ελάχιστα λόγια για τον ιστότοπο..

Ο Χρήστος Κελλάρης γεννήθηκε το Μάη του 1984 στη Θεσσαλονίκη και είναι Πολιτικός Μηχανικός. Δεν ζει εκεί. Αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση και την λογοτεχνία στην ηλικία των 17 από ένα λάθος.

Το 2006 ξεκίνησε την πρώτη του ποιητική απόπειρα. Πρόκειται για μία συλλογή που απαρτίζεται από αρκετά ποιήματα, και έχει τίτλο: «Μια γουλιά ακόμα».

Το 2007 δημιουργεί τον πρώτο του προσωπικό ηλεκτρονικό χώρο στη διεύθυνση http://Kellaris.Blogspot.Com με σκοπό να αναρτήσει μερικές από τις σκέψεις του..

Γράφει αραιά και που και δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός.

Σας ευχαριστεί για την επίσκεψή σας.

«Μια γουλιά ακόμα»

«Μια γουλιά ακόμα»
Το εξώφυλλο της συλλογής

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

"Φιλία"


Το να έχει κάποιος αληθινούς φίλους, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση.
Πότε όμως είναι μια φιλία αληθινή, προορισμένη να αντέξει στις τρικυμίες του χρόνου, και πότε είναι απλά και μόνο μια “παρέα”, που σήμερα είναι και αύριο δε θα είναι;
Το βασικό που πρέπει κάποιος να κοιτάξει για να διαχωρίσει αυτές τις δύο καταστάσεις, είναι τα κίνητρα πίσω από το συναπάντημα.

Σε μια αληθινή φιλία, βρίσκομαι μαζί με τον άλλο άνθρωπο για να μοιραστούμε την ίδια τη ζωή, τις χαρές και τις λύπες της. Ο αληθινός φίλος είναι συνοδοιπόρος μου, όχι μόνο στις εύκολες και ευχάριστες στιγμές, αλλά επίσης στις αναπόφευκτες περιόδους θλίψης και δυσκολίας. Σε μια γνήσια φιλία υπάρχει ο αμοιβαίος σεβασμός, ώστε να υπάρχει ώρα και χώρος για να εκφραστούν όλοι.
Ο καλύτερος φίλος είναι αυτός που δε φοβάται να μας πει την αλήθεια, αν πιστεύει ότι σε κάτι έχουμε παρεκτραπεί. Είναι όμως παράλληλα έτοιμος να σεβαστεί τις επιλογές μας, έστω και αν διαφωνεί, χωρίς να φύγει από το πλευρό μας.

Σε αντίθεση, όταν μιλάμε για “σκέτη παρέα” τα κίνητρα είναι διαφορετικά: Εδώ δε συναντιόμαστε για να μοιραστούμε τη ζωή στην ολότητά της, αλλά μόνο για να ευχαριστηθούμε κάποια συγκεκριμένα πράγματα, πρόσκαιρα πράγματα, που τυγχάνει να μας αρέσουν και των δύο. Σε τέτοιες σχέσεις γνωρίζουμε – κατά βάθος – ότι υπάρχουν όρια στο τι μπορούμε να μοιραστούμε με τον άλλο. Όταν πια ο ένας από τους δύο βαρεθεί τη συγκεκριμένη απόλαυση που τους ένωνε, ή αν προκύψει εν τω μεταξύ κάποια διαφωνία, η “φιλία” αυτή εξανεμίζεται.
Εσείς έχετε πραγματικούς φίλους;

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

«ΚΑΤΑΛΗΨΗ»

Ο κόσμος μοιάζει να έχει χάσει τα λογικά του.
Ή μήπως τα έχει βρει;
Το μέχρι χθες παράλογο,
τώρα καταλήγει αντικειμενικά ορθό,
άκρος πραγματικό και τρομακτικό,
καθώς η τρέλα εξελίσσεται μπροστά στο γεμάτο γαλήνη βλέμμα μου.
Το κτίριο παίρνει φωτιά απ’ τις καυτές ανάσες των ανθρώπων,
εκείνων που πραγματικά πιστεύουν πως μπορούν ν’ αλλάξουν κάτι,
και εκείνων που απλά αρέσκονται να βρίσκονται εκεί.
Κοιτάζω το αίμα στο μανίκι μου
και ένα φρικιαστικό γέλιο και κλάμα μαζί, κρώζει στο μυαλό μου.
Αφήνω την καρέκλα μου για κάποιον άλλο.

Βγαίνω στον έξω κόσμο· κλείνω το μάτι στον παππού και στη γιαγιά μου,
που λίγο έλειψε να συναντήσω.
Κρατώ το μέτωπό μου που στραγγίζει ακόμα

και χάνομαι στη σκιά της κοιλάδας του θανάτου,
για να βρεθώ λίγη ώρα αργότερα σε κάποιο άλλο μπαρ,
στο ανατολικό Fresno.

26/2/08

«ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΟΥ, ΤΟ 1!»


Με βρίσκω στη μια θέση και μετά στην άλλη.
Τριγυρίζω σα χαμένος.
Πάντα στο ίδιο στρόγγυλο τραπέζι με τη φτηνή πράσινη τσόχα.
Κάθε μέρα η ίδια ιστορία.
Ζαλίζομαι μες τους βαλέδες και τις ντάμες…
Σήμερα έχασα δύο χιλιάρικα. Χθες τρία. Προχθές κέρδισα μισό!
Η δικηγορική μ’ εγκαταλείπει.

Τα χρήματα στερεύουν.
Όλο χαμένος βγαίνω, και πάντα στο ίδιο πρόσημο γυρνώ,

στο μείον.
Αποτοίχισα σε τούτη τη ζωή,

έπαιζα και έχανα.
Τα ξανθά μου μαλλιά γινήκαν πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενα άσπρα.
Τώρα πια ποντάρω όλο και περισσότερα, χωρίς αντίκρισμα…
Δεν το ξέρουν…
Κάποια στιγμή ίσως καταφέρω να βάλω σε τάξη τη ζωή μου.
Προς το παρών θα μείνω στραμμένος στην πράσινη τσόχα να ζητιανεύω λίγη τύχη…
Έσβησα, τελείωσα και πέρασα τα περισσότερα δεινά μου για τούτο το πάθος.
Κουράστηκα! Το βαρέθηκα!

Στον Δημήτρη…

16/9/06

«ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΕΣ»

Μακρύς βαρύς χειμώνας.
Είμαι ακόμα στην αρχή του.
Γκρίζος ουρανός,
φθινοπωρινό ψυλόβροχο.
Στο σταθμό της Θεσσαλονίκης,
τα τρένα σφυρίζουν εικόνες του χθες.
Τα χνώτα παγώνουν στον αέρα

και μαζί τους οι λέξεις, τα κόμματα και οι τελείες.
Καμιά φορά μένουν εκεί, κολλημένες, μετέωρες.
Ο συνομιλητής αδυνατεί να κατανοήσει τις φθινοπωρινές φιλολογίες,

ή απλά δεν ενδιαφέρεται.
«Λυπάμαι κύριοι, δεν θα μετέχω στη συζήτησή σας.»
Το φλασκί, στη δεξιά φαρδιά μου τσέπη είναι γεμάτο ως το πώμα με κονιάκ.
Θα καθίσω κάπου απόμερα στην άκρη της προβλήτας και θα το πιω,
με μόνη μου παρέα τα δύο ξεχασμένα,
απ’ τον Θεό και τον σταθμάρχη,
ξύλινα βαγόνια.

12/8/06


«Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ»