Χρήστος Κελλάρης - Ποιήματα & Stories: 1/10/07 - 1/11/07

Ελάχιστα λόγια για τον ιστότοπο..

Ο Χρήστος Κελλάρης γεννήθηκε το Μάη του 1984 στη Θεσσαλονίκη και είναι Πολιτικός Μηχανικός. Δεν ζει εκεί. Αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση και την λογοτεχνία στην ηλικία των 17 από ένα λάθος.

Το 2006 ξεκίνησε την πρώτη του ποιητική απόπειρα. Πρόκειται για μία συλλογή που απαρτίζεται από αρκετά ποιήματα, και έχει τίτλο: «Μια γουλιά ακόμα».

Το 2007 δημιουργεί τον πρώτο του προσωπικό ηλεκτρονικό χώρο στη διεύθυνση http://Kellaris.Blogspot.Com με σκοπό να αναρτήσει μερικές από τις σκέψεις του..

Γράφει αραιά και που και δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός.

Σας ευχαριστεί για την επίσκεψή σας.

«Μια γουλιά ακόμα»

«Μια γουλιά ακόμα»
Το εξώφυλλο της συλλογής

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

«ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΡΑΒΑ…»

Ο κόσμος γύρω μου τις περισσότερος φορές φαντάζει ηλίθιος.
Αποκρουστικός και Παράλογος μαζί.
Ακατανόητος, βουβός και ταυτόχρονα στεντόρειος.
Όταν Σταματήσει τα θαύματά Του,
όλα πηγαίνουν στραβά· όλοι τρελαίνονται.
Δρουν ανεξέλεγκτοι. Είναι επικίνδυνοι.
Η λογική υποχωρεί και το σκοτάδι που φανερώνει η έλλειψή της, απλώνεται βαρύ στα μάτια.
Τώρα βρίσκομαι μπλεγμένος στα δίχτυα της ίδιας μου της λογικής.
Η ηρεμία που μου προσέφεραν οι ήσυχες ημέρες που έμεινα κλεισμένος στο διαμέρισμα γράφοντας ποιήματα και ιστορίες,
έχει πλέον χαθεί ανεπιστρεπτί απ’ το μυαλό μου.
Μέρες που η τηλεόραση ήταν σβηστή,
και το ποτήρι μου γεμάτο...
Όταν όλα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο,

δεν υπάρχουν και πολλά που να μπορείς να κάνεις.
Τα άσχημα νέα σέρνουν το ένα το άλλο.
Αμαξοστοιχία ξέφρενη που οδεύει σε κάποιον εμβριθή γκρεμό.
Κι’ εσύ ελπίζεις να γίνει κάτι που θ’ αλλάξει ολόκληρο τον κόσμο σου προς το καλύτερο.
Μερικοί το λένε θαύμα.
Άλλοι το λένε επιστροφή στις τυχερές ημέρες.
Εγώ το λέω μοίρα. Πιστεύω στη μοίρα.
Όμως, η αλλαγή προς το καλύτερο,
το θαύμα,

η επιστροφή στις τυχερές ημέρες,
αργεί πολύ να ανατείλει.
Τρία χρόνια προσπαθούσα να ξεπεράσω τις άσχημες στιγμές των δύο προηγούμενων.
Τέσσερα χρόνια προσπαθώ ν’ αφήσω πίσω μου τις άσχημες στιγμές των περασμένων πέντε που με αποκαρδιώνουν.
Δε σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή πώς θα ένιωθα σε ένα μαζικό χτύπημα.
Ίσως να μη μπορούσα να βάλω το μυαλό μου σε μια τέτοια διαδικασία,
έχοντάς το μονίμως να σκαλίζει το προχθές.
Ίσως να μη μπορούσα να ρυθμίσω τη καρδιά μου σε μια τέτοια αντίληψη του πόνου, έχοντάς τη να γυρεύει μια καινούρια «κλέφτρα» που ν’ αξίζει να ζήσουμε μαζί το παραμύθι.
Τώρα το Yang παραμονεύει στα παράθυρα,

στις πόρτες,
στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
Δέχομαι τα άσχημα νέα από παντού.
Απ’ όλες τις πλευρές.
Και δε μου αφήνουν περιθώριο να πονέσω.
Όλα συγκλίνουν και λογχίζουν μανιασμένα τον απόκρυφό μου κόσμο.
Όχι αυτόν που περιγράφω στα ποιήματα και στα διηγήματά μου.
Όχι αυτόν που οι αναγνώστες μου θαρρούνε πως γνωρίζουν καλά.
Αυτόν τον κόσμο δε τον έχει εξερευνήσει κανείς.
Ούτε και εγώ.

11/5/07

«ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ»

Άσχημοι άνθρωποι σε μια άσχημη πόλη γλεντούν σε καπνισμένα μπαρ,
σε λεωφόρους και σε διαλυμένα απ’ τον καιρό ανάκτορα περασμένων μεγαλείων.
Στο ύψωμα τα δέντρα είναι γκρίζα,
δεν έχουν φύλλα, νομίζω πως τα έκαψαν πέρυσι τον χειμώνα.
Τα πουλιά στον ουρανό έχουν πάψει να πετούν προ πολλού.
Περιμένουν κι’ αυτά με τη σειρά τους καρτερικά στη μολυσμένη ακρογιαλιά να ‘ρθει το τέλος.
Τα χάλκινα νομίσματα πρασίνισαν στο χρόνο κι’ έχασαν την αξία τους·
οι μηχανές, προσβεβλημένες απ’ την ανθρώπινη αλαζονεία,
πνίγηκαν στη σκουριά και στο λάδι τους· έχουν παραλύσει τα πάντα για πάντα.
Άσχημοι άνθρωποι φαιδροί, κοιτούν έτσι όπως κάθονται,

άλλοι κατάχαμα κι’ άλλοι σε στάσεις λεωφορείων και σε ταβέρνες,
τα λερά ρυτιδιασμένα χέρια τους και αναρωτιούνται αν έχουν κάνει έστω κι’ ένα καλό.
Φτύνουν στο χώμα και βλαστημούν το Θεό,

γιατί τους άφησε να ζουν ελεύθερα,
να κάνει αυτό που ήθελε ο καθένας.
Μα πιο πολύ,

νομίζω πως το κάνουν από φόβο.
Γνωρίζουν πολύ καλά τα λάθη τους.

Δεν υπάρχει γυρισμός στο χθες,
τότε που έτρεχαν μικροί στους δρόμους,
τότε που κοίταζαν κάτω από τις φούστες κοριτσιών το καλοκαίρι.
Γι’ αυτό και πήραν από φόβο τα πουλιά και τα δηλητηρίασαν,
γι’ αυτό και έκαψαν τα δέντρα στο ύψωμα,
γι’ αυτό η πόλη είναι άσχημη και τη μισώ,

γιατί ζουν άσχημοι άνθρωποι.
13/1/07

«Ο ΠΑΝΤΟΠΩΛΗΣ»

Περνούσα τυχαία απ’ το στενό,
όταν με την άκρη του ματιού μου εντόπισα ένα παλιό στενόμακρο μαγαζάκι
με φαγωμένα από τον χρόνο κουφώματα και τοίχους βαμμένους με πράσινη ξεψυχισμένη λαδομπογιά.
Τράβηξα την ξύλινη εξώπορτα,
ανέβηκα τα δύο σκαλοπάτια και μπήκα.
Ένας γέρος με ρυτιδιασμένα χέρια,
και σακάκι γεμάτο μπαλώματα με ρώτησε με σιγανή, στεγνή, σαν τριαντάρη φωνή:
-Τι γυρεύεις;
-Εσείς τι έχετε;
-Τα πάντα!
-Θα πάρω λίγο χρόνο και μια καινούρια αρχή.
1/10/06

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

«HANGOVER»

Το επόμενο πρωινό, το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από το χθεσινό μεθύσι.
Δώδεκα χιλιάδες και ένα σφυριά, κοπανούσαν μανιασμένα το βάθος του μυαλού μου.
Το τελευταίο ποτήρι έμπνευσης που μου απέμεινε,
κοντεύει να στερέψει.
Μπαρ αδειανό, γεμάτο καπνό ξεφτισμένες καρέκλες και στο βάθος εσύ.
Μου φίλαγες για το τέλος το πιο καλό μου όνειρο,
ένα φιλί, άγκιγμα απαλό στο στόμα μου.

Γεύση πικρή, χωλή,
η στιγμή που μ’ άφησες μόνο,
μετέωρο να σε αποζητώ,
να σε παρακαλώ να μείνεις λίγο ακόμα.

Έφυγες.
Έτσι ξαφνικά όπως ήρθες,
βιαστικά,
βασανιστικά,
σαν παγερό φύσημα πρωινού αέρα
και γύρισες ξανά στο γνωστό σου σημείο.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Αναστατώθηκα και πάλι.
Ορκίστηκα πως δε θα πιω ξανά.
Δεν αντέχω βλέπεις,
τούτη την επαναλαμβανόμενη
πρωινή οδύνη,
όταν το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει από το χθεσινό τρελό μεθύσι.
Όταν δώδεκα χιλιάδες και ένα σφυριά…
12/8/06


«Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ»