Χρήστος Κελλάρης - Ποιήματα & Stories: 1/7/09 - 1/8/09

Ελάχιστα λόγια για τον ιστότοπο..

Ο Χρήστος Κελλάρης γεννήθηκε το Μάη του 1984 στη Θεσσαλονίκη και είναι Πολιτικός Μηχανικός. Δεν ζει εκεί. Αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση και την λογοτεχνία στην ηλικία των 17 από ένα λάθος.

Το 2006 ξεκίνησε την πρώτη του ποιητική απόπειρα. Πρόκειται για μία συλλογή που απαρτίζεται από αρκετά ποιήματα, και έχει τίτλο: «Μια γουλιά ακόμα».

Το 2007 δημιουργεί τον πρώτο του προσωπικό ηλεκτρονικό χώρο στη διεύθυνση http://Kellaris.Blogspot.Com με σκοπό να αναρτήσει μερικές από τις σκέψεις του..

Γράφει αραιά και που και δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός.

Σας ευχαριστεί για την επίσκεψή σας.

«Μια γουλιά ακόμα»

«Μια γουλιά ακόμα»
Το εξώφυλλο της συλλογής

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

«ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»



Έπειτα από έναν ακόμα ολόκληρο χρόνο σκληρής συγγραφής και εργασίας, υπαρκτής ή νοητής, έφτασε ο καιρός να ευχηθώ σε όλους εσάς τους πιστούς φίλους της σελίδας, ένα καλό και δημιουργικό καλοκαίρι.
Εύχομαι να ανταμώσουμε σύντομα, πάνω από όλα υγιείς με αρκετές παράξενες αλλόκοτες μα και όμορφες ιστορίες από τις διακοπές. Όποια και αν έχουνε μορφή.
Εξάλλου ένα μικρό διάλειμμα από το καθημερινό είναι πέρα για πέρα αναγκαίο, προκειμένου να «επιστρέψουμε» πιο δημιουργικοί και παραγωγικοί για να ολοκληρώσουμε με επιτυχία τους επόμενους δύσκολους μήνες ενός χειμώνα διαρκή.
Κλείνοντας θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη αν λόγο φόρτου εργασίας δεν υπήρξα κάποιες φορές συνεπείς στις συγγραφικές μου «υποχρεώσεις» απέναντί σας.
Βλέπετε όσο τα χρόνια περνούν, οι ώρες λιγοστεύουν πάντα σε αντίθεση με αυτά που επιθυμούμε…

Φιλικά,
Χρήστος Κελλάρης

«8-4, ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΥΡΙΟ»



Πέρασαν αρκετές βδομάδες από την ημέρα που αποφάσισα να ασχοληθώ
με κάτι καινούριο,πιο σοβαρό.
Το γράψιμο μπορεί να περιμένει, είπα.
Αποφάσισα να ψάξω για δουλειά,
μιας και τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν.
Πήγα μέχρι το παντοπωλείο
που δεν απέχει και πολύ από το σπίτι.
Αγόρασα ένα μπουκάλι ουίσκι για το βράδυ,
και μια εφημερίδα με μικρές αγγελίες.
Ετοίμασα καφέ και άρχισα να ρίχνω γρήγορες ματιές
σε γραμματοσειρές που έμοιαζαν
μικρά μυθιστορήματα του Κάφκα.
Έπειτα βαρέθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι
που μερικούς μήνες αργότερα
ξεπούλησα φτηνά.
Έφερνα την εφημερίδα πότε πάνω απ’ το κεφάλι μου,
πότε στα πλάγια
και πότε την άφηνα στην άκρη.
Έκανα αρκετά τηλεφωνήματα,
και άρχισα να κυκλώνω άλλες με πράσινο
και άλλες με κόκκινο απελπισμένο χρώμα.
Και λίγο αργότερα
βρέθηκα σ’ ένα υπόγειο κυριευμένο από μια περίεργη,
ανυπόφορη μυρωδιά εκμετάλλευσης
και υλικών κατασκευής εξαρτημάτων μηχανών,
να μετρώ τις μέρες μία προς μία.
Και να κάνω με το νου μου ταξίδια πίσω στο παρελθόν
και να πλάθω την ιστορία μου από την αρχή,
αφαιρώντας οποιοδήποτε πρόσωπο με έχει πονέσει,
διαγράφοντας αυτά που με τρομάζουν πιο πολύ∙
τα αποτελέσματα από παραλείψεις και λάθη τραγικά
και ανωριμότητα σε όλο της το μεγαλείο.
(Κάτι που δεν κατάφερα να κάνω μέχρι τώρα.)
Διάλυμα κάναμε στις 12 το μεσημέρι.
Μου άρεζε να κάθομαι σε μια μεταλλική σκάλα
που ξεκινούσε απ’ τον ουρανό της πόλης,
και κατέληγε σε μια μικρή αυλή από τσιμέντο,
περιτριγυρισμένη από δεκαόροφες και πλέον ψυχρές οικοδομές..
Κοίταζα ψηλά στον ουρανό,
τα σύννεφα το ένα μετά το άλλο
έτσι πως συμπληρώνουν και αφαιρούν κομμάτια
από τον ένα και μοναδικό ζωντανό πίνακα της πόλης.
Ενός πίνακα
που διαρκώς μεταβάλλεται
και αλλάζει όψη και διάθεση,
ανάλογα με το πώς νοιώθει.
Κάθε στιγμή.
Έπειτα ο υπεύθυνος βάρδιας.
-Κελλάρη, τέρμα το διάλλειμα! Πίσω στη θέση σου!
Κάθε μέρα που περνούσε μου φαινόταν ο ίδιος απαράλλακτος μαλάκας.
Μα αυτός δε με εκνεύριζε καθόλου.
Δεν έμεναν παρά μερικές ώρες,
και έπειτα θα βρισκόμουν σπίτι μου,
να κάνω ότι μου γουστάρει.
Ίσως κάποιον απογευματινό περίπατο στο πάρκο ακούγοντας ευχάριστη μουσική.
Ίσως πάλι να κατέβαζα μερικές μπύρες
μπροστά απ’ την αηδιασμένη θάλασσα μ’ όλους εμάς.
Λίγο μετά, κάποιο πρωί του Μάρτη βρέθηκα στο δρόμο
να γυρεύω τρόπο να γυρίσω το ρολόι μια δεκαετία πίσω.
Και ύστερα από λίγο τα παράτησα.
Πληρώθηκα κανονικά.
Πήγα στο παντοπωλείο της γειτονιάς.
Αγόρασα καπνό και μπύρες.
Νομίζω πως το γράψιμο δεν λάμβανε καμία μα καμία αναβολή τώρα πια.
Παρόλα αυτά καμιά φορά,
μπορεί να περιμένει.
6/1/09

«ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΥ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ‘09»

«ΤΟ ΝΗΣΙ»
Συγγραφέας: Victoria Hislop
Σελίδες: 504
Μετάφραση: Δελέγκος Μιχάλης
Εκδώσεις: «Διόπτρα»


Ο πόλεμος, η αγάπη, η τραγωδία και η δύναμη ψυχής συνθέτουν τους ήρωες και πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου. Η Αλέξις λαχταρά να μάθει για το παρελθόν της μητέρας της, Σοφίας, που εκείνη τόσα χρόνια έκρυβε. Ξέρει μόνο ότι η μητέρα της μεγάλωσε σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης προτού φύγει οριστικά για το Λονδίνο. Όταν αποφασίζει να επισκεφθεί την Κρήτη, η Σοφία της δίνει ένα γράμμα για μια παλιά της φίλη και της υπόσχεται πως απ’ αυτήν θα μάθει την αλήθεια.
Έκπληκτη, η Αλέξις, ανακαλύπτει πως η ζωή της οικογένειάς της συνδέεται άμεσα με το μικρό και εγκαταλειμμένο νησί της Σπιναλόγκας –την πρώην αποικία των λεπρών. Μαθαίνει την ιστορία της γιαγιάς της και της μητέρας της, όπως και τη διάλυση της οικογένειάς της από την τραγωδία, τον πόλεμο και τα πάθη…


«BUKOWSKI: Born Into This»
Διάρκεια: 130 λεπτά
Σκηνοθεσία: Barbet Schroeder


Πρόκειται για ένα άκρος ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή του γνωστού αμερικανού ποιητή και συγγραφέα Charles Bukowski με τον τίτλο Bukowski: Born Into This. Bγήκε στους αμερικανικούς κινηματογράφους στις 9 Ιουλίου, 2004, με γενικά καλές κριτικές. Ο ηθοποιός Σον Πεν όπως και οι μουσικοί Τομ Γουέιτς και Μπόνο, φίλοι και θαυμαστές του Μπουκόφσκι, ο εκδότης του Τζων Μάρτιν καθώς και γυναίκες που πέρασαν απ’ τη ζωή του, εμφανίζονται στην ταινία.
Ακολουθούν τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ:

Bono, John Bryan, Linda Lee Bukowski, Marina Bukowski, Neeli Cherkovski, Joyce Fante, FrancEye, Taylor Hackford, John Martin, Mike Meloan, Jack Micheline, Pam 'Cupcakes' Miller, Dom Muto, William Packard, Sean Penn, Steve Richmond, Barbet Schroeder, Harry Dean Stanton, Tom Waits, Carl Weissner, Liza Williams

«ΤΟ ΠΑΝΤΖΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ»
Συγγραφέας: Αλισάνογλου Γιώργος
Εκδώσεις: Τυποθήτω


FADE OUT AGAIN
(ή εύθραυστα σώματα)

Ένας δαίμονας μου επιτέθηκε
στο κοιμητήριο του Pere-Lachaise
η μυρωδιά των εκκριμάτων του
απλώθηκε στους γύρω τάφους -
"ο Τζιν Μόρρισον είναι ζωντανός"
ακέφαλος οδηγεί το μπλε λεωφορείο
σκύβω γα να δω -
μια γλυκιά ευωδιά από διάφανο γάλα
κυλάει αργά - τελετουργικά μες στο χωμάτινο
καλντερίμι και καταλήγει δυτικά - στις ρίζες
της βαριάς επιγραφής:
"ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ -
ΑΥΤ’ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΕΊΝΑΙ ΚΑΜΩΜΕΝΑ ΜΟΝΟΝ
ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ"

Το παντζάρι και ο διάβολος, «δανείζεται» το μελαγχολικό ζαρζαβατικό- παντζάρι-που είναι πάντα πρόθυμο να υποφέρει- από τον Τομ Ρόμπινς και τον διάβολο από τον Δάντη…Μέσω αυτών των δυο ετερόκλητων φαινομενικά στοιχείων, ο Γιώργος Αλισάνογλου, φτιάχνει μια αφηγηματική- ποιητική ενότητα χωρισμένη σε τρία μέρη, όπου ένα αγαπημένο σάουντρακ της Εφηβείας, περνάει ως μουσική υπόκρουση υποδόρια και αναπόφευκτα, μέσα από τον κορμό των νοημάτων και των λέξεων του βιβλίου, φτάνοντας στα πεζό-ποιήματα –Βουλεβάρτα- και καταλήγοντας στον Αλκοολισμό, έχοντας πάντα ως άλλοθι την καταραμένη Θεά, ή την Βασίλισσα, τον Νικ Κέιβ, τον Γατόπαρδο, τα ψηλά καπέλα, τον θίασο των καταραμένων ποιητών, το αίμα της Κασσάνδρας, τους Σεξ Πίστολς, τον νάιλον παράδεισο, τον Μάιλς Ντέιβις, τις λευκοφορεμένες νεκρές του νύφες… Ένας παροξυσμός μετά-μπιτ ποίησης ανάκατος με σκληρές εξπρεσιονιστικές εικόνες, κωμικό, τραγικό, σκληρό, άρρωστο, ειρωνικό, ρομαντικό, ροκ, αρκούντως απολαυστικό...


«Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ»