Πέρασαν αρκετές βδομάδες από την ημέρα που αποφάσισα να ασχοληθώ
με κάτι καινούριο,πιο σοβαρό.
Το γράψιμο μπορεί να περιμένει, είπα.
Αποφάσισα να ψάξω για δουλειά,
μιας και τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν.
Πήγα μέχρι το παντοπωλείο
που δεν απέχει και πολύ από το σπίτι.
Αγόρασα ένα μπουκάλι ουίσκι για το βράδυ,
και μια εφημερίδα με μικρές αγγελίες.
Ετοίμασα καφέ και άρχισα να ρίχνω γρήγορες ματιές
σε γραμματοσειρές που έμοιαζαν
μικρά μυθιστορήματα του Κάφκα.
Έπειτα βαρέθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι
που μερικούς μήνες αργότερα
ξεπούλησα φτηνά.
Έφερνα την εφημερίδα πότε πάνω απ’ το κεφάλι μου,
πότε στα πλάγια
και πότε την άφηνα στην άκρη.
Έκανα αρκετά τηλεφωνήματα,
και άρχισα να κυκλώνω άλλες με πράσινο
και άλλες με κόκκινο απελπισμένο χρώμα.
Και λίγο αργότερα
βρέθηκα σ’ ένα υπόγειο κυριευμένο από μια περίεργη,
ανυπόφορη μυρωδιά εκμετάλλευσης
και υλικών κατασκευής εξαρτημάτων μηχανών,
να μετρώ τις μέρες μία προς μία.
Και να κάνω με το νου μου ταξίδια πίσω στο παρελθόν
και να πλάθω την ιστορία μου από την αρχή,
αφαιρώντας οποιοδήποτε πρόσωπο με έχει πονέσει,
διαγράφοντας αυτά που με τρομάζουν πιο πολύ∙
τα αποτελέσματα από παραλείψεις και λάθη τραγικά
και ανωριμότητα σε όλο της το μεγαλείο.
(Κάτι που δεν κατάφερα να κάνω μέχρι τώρα.)
Διάλυμα κάναμε στις 12 το μεσημέρι.
Μου άρεζε να κάθομαι σε μια μεταλλική σκάλα
που ξεκινούσε απ’ τον ουρανό της πόλης,
και κατέληγε σε μια μικρή αυλή από τσιμέντο,
περιτριγυρισμένη από δεκαόροφες και πλέον ψυχρές οικοδομές..
Κοίταζα ψηλά στον ουρανό,
τα σύννεφα το ένα μετά το άλλο
έτσι πως συμπληρώνουν και αφαιρούν κομμάτια
από τον ένα και μοναδικό ζωντανό πίνακα της πόλης.
Ενός πίνακα
που διαρκώς μεταβάλλεται
και αλλάζει όψη και διάθεση,
ανάλογα με το πώς νοιώθει.
Κάθε στιγμή.
Έπειτα ο υπεύθυνος βάρδιας.
-Κελλάρη, τέρμα το διάλλειμα! Πίσω στη θέση σου!
Κάθε μέρα που περνούσε μου φαινόταν ο ίδιος απαράλλακτος μαλάκας.
Μα αυτός δε με εκνεύριζε καθόλου.
Δεν έμεναν παρά μερικές ώρες,
και έπειτα θα βρισκόμουν σπίτι μου,
να κάνω ότι μου γουστάρει.
Ίσως κάποιον απογευματινό περίπατο στο πάρκο ακούγοντας ευχάριστη μουσική.
Ίσως πάλι να κατέβαζα μερικές μπύρες
μπροστά απ’ την αηδιασμένη θάλασσα μ’ όλους εμάς.
Λίγο μετά, κάποιο πρωί του Μάρτη βρέθηκα στο δρόμο
να γυρεύω τρόπο να γυρίσω το ρολόι μια δεκαετία πίσω.
Και ύστερα από λίγο τα παράτησα.
Πληρώθηκα κανονικά.
Πήγα στο παντοπωλείο της γειτονιάς.
Αγόρασα καπνό και μπύρες.
Νομίζω πως το γράψιμο δεν λάμβανε καμία μα καμία αναβολή τώρα πια.
Παρόλα αυτά καμιά φορά,
μπορεί να περιμένει.
6/1/09
Ελάχιστα λόγια για τον ιστότοπο..
Ο Χρήστος Κελλάρης γεννήθηκε το Μάη του 1984 στη Θεσσαλονίκη και είναι Πολιτικός Μηχανικός. Δεν ζει εκεί. Αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση και την λογοτεχνία στην ηλικία των 17 από ένα λάθος.
Το 2006 ξεκίνησε την πρώτη του ποιητική απόπειρα. Πρόκειται για μία συλλογή που απαρτίζεται από αρκετά ποιήματα, και έχει τίτλο: «Μια γουλιά ακόμα».
Το 2007 δημιουργεί τον πρώτο του προσωπικό ηλεκτρονικό χώρο στη διεύθυνση http://Kellaris.Blogspot.Com με σκοπό να αναρτήσει μερικές από τις σκέψεις του..
Γράφει αραιά και που και δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός.
Σας ευχαριστεί για την επίσκεψή σας.
«Μια γουλιά ακόμα»
Κυριακή 5 Ιουλίου 2009
«8-4, ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΥΡΙΟ»
Αναρτήθηκε από Χρήστος Κελλάρης στις 3:53 μ.μ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου