Ανάμεσα στις καυτές πολυκατοικίες,
κάτω απ’ τα πυκνά φυλλώματα τις αστικής φύσης,
θρηνώ για τις όμορφες στιγμές που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν
Κάθε κατέβασμα του πλαστικού μου ποτηριού
Σ’ ένα καλύτερο μέλλον.
Σ’ ένα ξημέρωμα με λιγότερο πόνο και λιγότερες σκέψεις για το χθες.
Τα φύλλα ίσα που κουνιούνται στο φύσημα του ανεπαίσθητου ανέμου.
Η ζέστη είναι ανυπόφορη.
Τόσο πολύ, που το κρασί μου ζεστάθηκε νωρίς.
Μα στο μυαλό μου έχω συσσωρευμένες τόσες μύριες σκέψεις,
που κάθε τι τ’ ολόγυρο απλά αφήνω να υπάρχει.
Έχω πάψει να ακούω τους πνιγερούς ήχους του κόσμου.
Έχω σταματήσει να βλέπω παραπέρα
απ’ το τώρα.
Και γι’ αυτό δε σκέφτομαι τίποτα απολύτως.
Απλά υπάρχω κι’ αναπνέω,
και μεθώ σιγά-σιγά μ’ αυτό το άθλιο υγρό,
επικεντρώνοντας το βλέμμα μου απέναντι.
Το ποτό δε θα τελειώσει απόψε.
Το ξέρω καλά.
Το ποτό δε θα τελειώσει ποτέ.
Ποτέ των ποτών.
Μα αύριο θα ‘ναι ακόμα μια επίφορη ημέρα.
Ακόμα μια θλιμμένη ζεστή εβδομάδα.
Μεθαύριο, ο γλυκός Σεπτέμβρης δε θα έχει καμία μα καμία σημασία.
Γιατί απλά θα είναι μία απ’ τα ίδια
και εκείνη θα βρίσκεται αλλού.