Χρήστος Κελλάρης - Ποιήματα & Stories: 1/2/08 - 1/3/08

Ελάχιστα λόγια για τον ιστότοπο..

Ο Χρήστος Κελλάρης γεννήθηκε το Μάη του 1984 στη Θεσσαλονίκη και είναι Πολιτικός Μηχανικός. Δεν ζει εκεί. Αρχίζει να ασχολείται με την ποίηση και την λογοτεχνία στην ηλικία των 17 από ένα λάθος.

Το 2006 ξεκίνησε την πρώτη του ποιητική απόπειρα. Πρόκειται για μία συλλογή που απαρτίζεται από αρκετά ποιήματα, και έχει τίτλο: «Μια γουλιά ακόμα».

Το 2007 δημιουργεί τον πρώτο του προσωπικό ηλεκτρονικό χώρο στη διεύθυνση http://Kellaris.Blogspot.Com με σκοπό να αναρτήσει μερικές από τις σκέψεις του..

Γράφει αραιά και που και δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός.

Σας ευχαριστεί για την επίσκεψή σας.

«Μια γουλιά ακόμα»

«Μια γουλιά ακόμα»
Το εξώφυλλο της συλλογής

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

«ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ»



Καλοκαίρι 2001, σε κάποιο μικρό πάρκο· κάπου.
Ανάμεσα στις καυτές πολυκατοικίες,
κάτω απ’ τα πυκνά φυλλώματα τις αστικής φύσης,
ξεγελώ το χαμένο χρόνο μου,
θρηνώ για τις όμορφες στιγμές που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν
μεθώντας με φτηνό κρασί.
Κάθε κατέβασμα του πλαστικού μου ποτηριού
και μια ευχή στο μέλλον.
Σ’ ένα καλύτερο μέλλον.
Σ’ ένα ξημέρωμα με λιγότερο πόνο και λιγότερες σκέψεις για το χθες.
Τα φύλλα ίσα που κουνιούνται στο φύσημα του ανεπαίσθητου ανέμου.
Η ζέστη είναι ανυπόφορη.
Τόσο πολύ, που το κρασί μου ζεστάθηκε νωρίς.
Μα στο μυαλό μου έχω συσσωρευμένες τόσες μύριες σκέψεις,
που κάθε τι τ’ ολόγυρο απλά αφήνω να υπάρχει.
Έχω πάψει να ακούω τους πνιγερούς ήχους του κόσμου.
Έχω σταματήσει να βλέπω παραπέρα
απ’ το τώρα.
Και γι’ αυτό δε σκέφτομαι τίποτα απολύτως.
Απλά υπάρχω κι’ αναπνέω,
και μεθώ σιγά-σιγά μ’ αυτό το άθλιο υγρό,
επικεντρώνοντας το βλέμμα μου απέναντι.
Το ποτό δε θα τελειώσει απόψε.
Το ξέρω καλά.
Το ποτό δε θα τελειώσει ποτέ.
Ποτέ των ποτών.
Μα αύριο θα ‘ναι ακόμα μια επίφορη ημέρα.
Ακόμα μια θλιμμένη ζεστή εβδομάδα.
Μεθαύριο, ο γλυκός Σεπτέμβρης δε θα έχει καμία μα καμία σημασία.
Γιατί απλά θα είναι μία απ’ τα ίδια
και εκείνη θα βρίσκεται αλλού.
27/5/07

ΕΧΕΙΣ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΚΑΤΙ;

Έχεις γεννηθεί με τη δύναμη που χρειάζεται
έτσι ώστε ν’ αντιμετωπίσεις τον κόσμο κατάμουτρα;
Τις γυναίκες;
Τους φίλους;
Μια πιθανή αυτοκτονία σου;
Τις προκλήσεις της νύχτας
(όποιες κι’ αν είναι αυτές);
Έχεις το κουράγιο να κλειστείς μέσα για
μέρες ολόκληρες, δίχως χρήματα,
δίχως να περιμένεις κάτι να συμβεί,
με την ελπίδα και τις σειρήνες της συνείδησης
(που κάποτε είχες),
να ουρλιάζουν αδιάκοπα βαθιά μες στο κεφάλι σου;
Έχεις γεννηθεί για να γίνεις πυροσβέστης;
Οδηγός αστικού; Κουρέας στη Τασκένδη;
Πουτάνα σε κάποιο μπουρδέλο της Ταγγέρης;
Έχεις γεννηθεί για να γίνεις ο εφιάλτης των ανθρώπων;
Συγγραφέας; Ιερέας; Ποιητής;
Διοικητής λόχου; Ανεπάγγελτος;
Αντέχεις στη δουλειά (όποια κι’ αν είναι αυτή);

Στο ασταμάτητο βούισμα του δρόμου;
Στα Χριστούγεννα; Στο Χάνουκκα και στην Ασούρα;
Σε μέρες που μοιάζουν να μην έχουν τέλος;
Πώς τα πας με τους ανθρώπους;
Τους φοβάσαι; Τους μισείς;
Μήπως τους βρίσκεις βαρετούς,
απλά και μόνο επειδή γουστάρεις τον εαυτό σου πιο πολύ απ’ όσο πρέπει;
Αντιστέκεσαι στη παραπλάνηση των φωτεινών επιγραφών που οδηγεί στον υλισμό; Στον κόσμο που σε σπρώχνει προς τα έξω;
Έχεις τη δύναμη να κάνεις πάντοτε αυτό που θέλεις;
Έχεις τη θέληση να κάνεις κάτι;
Έχεις τη τύχη με το μέρος σου;

22/1/08

«ΣΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ»

Τα περισσότερα όνειρά μας αφήναμε στο κλουβί του επιστάτη,
λίγο πριν αρχίσει η μέρα να κυλά.
Τις βροχερές ημέρες στο κολαστήριο,
μας έστελναν στο υπόστεγο,
σ’ ένα γεμάτο μούχλα και φόβο κλουβί,
να ζητιανεύουμε λίγο νερό απ’ τις χάλκινες βρύσες.
Τις ηλιόλουστες πάλι ημέρες της μυροφόρου Άνοιξης,

η θέση μας ήταν στο υπερφωτεινό τσιμεντένιο προαύλιο.
Αυτό με τους κύκλους του ολυμπιακού πνεύματος και τις σημαίες και τα μεγάφωνα που ξερνούσαν κλασική μουσική με μίσος.
Και σ’ εκείνες τις βρύσες, που τα σκυλιά ματώνανε λιγότερο απ’ τους ανθρώπους.
Μερικοί από εμάς περνούσαμε τιμωρημένοι ώρες ολόκληρες κοντά στη σκάλα του εργαστηρίου καλλιτεχνίας.
Όταν δε πάλι πλησίαζε το καλοκαίρι,

κρυβόμουν κάτω απ’ τα φουντωτά πεύκα,
αθόρυβος,
ανύπαρκτος,
για δεκαπέντε λεπτά και έκανα ταξίδια στο χρόνο.
Το κροτάλισμα όμως του μετάλλου επάνω στην εφεύρεση του Bell,
με γυρνούσε πίσω στη πραγματικότητα.
Στο θρανίο με το χρώμα του νεκρού,
στον πράσινο πίνακα,
ανάμεσα σ’ αυτά τα μικρά καλοζωισμένα πλασματάκια

που ζούσαν στις «καλές» γειτονιές της «μικρής γαλάζιας πόλης».
Κι’ όταν ακούγονταν ο ήχος για τελευταία φορά λίγο πριν τη δύση,
τ’ αναψοκοκκινισμένα πρόσωπά μας,

έτειναν όλο και πιο πολύ στη πολυπόθητη ενηλικίωση...
20/1/08


«Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ»