Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο με τίτλο «ΣΤΟ ΝΗΦΑΛΙΟ ΦΩΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ» το οποίο αποτελεί μια συλλογή σύντομων ιστοριών σε πεζό λόγο και
δεύτερη κατά σειρά λογοτεχνική μου προσπάθεια.
Είμαι σχεδόν σίγουρος πως εκείνη θα έπρεπε να ήταν η πιο κρύα εβδομάδα του χρόνου, και απολύτως βέβαιος για το ότι ήταν η πιο μοναχική για εμένα. Για μέρες ολόκληρες ήμουν μεθυσμένος και ο ήλιος έμοιαζε να έχει ξεχάσει το πώς να ανατέλλει πίσω απ’ τη πυκνή συννεφιά. Οι καταιγίδες κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχαν γίνει πλέον μέρος της καθημερινότητας και ένα σημαντικό μάθημα για μένα. Βλέπετε, πάντα υπήρξα άνθρωπος της τελευταίας στιγμής.
Κάποιο βράδυ λοιπόν, άνοιξα το ψυγείο για να πάρω τη πρώτη μπύρα, μα το μόνο που αντίκρισα ήταν σωροί από άδεια περιτυλίγματα ποτών και ένα δοχείο ξινισμένο γάλα. Έξω, μια ακόμα νυχτερινή επιδρομή μολυσμένης βροχής καλά κρατούσε. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι και τα σκυλιά γαβγίζαν λυσσασμένα τον κάθε κεραυνό που δυναμίτιζε με φόβους τα απονήρευτα αυτιά τους. Έψαξα για μια ομπρέλα που κάποτε ένας τύπος σ’ ένα μπαρ μου ‘χε χαρίσει, μα δε τη βρήκα πουθενά. Θαρρείς πως είχε βαρεθεί και εμένα και τα ατελείωτα μεθύσια μου και μ’ εγκατέλειψε για πάντα.
Τελικά φόρεσα το παλτό μου, κάλυψα το κεφάλι μου με μια πλαστική σακούλα και περπάτησα μέχρι το κοντινότερο ποτοπωλείο. Δεν απείχε και πολύ από το σπίτι. Μόλις δύο τετράγωνα. Όταν επέστρεψα, κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Έμοιαζα με κάποια υγρή μορφή της νύχτας που σέρνει πίσω της δεκάδες ανομολόγητες αμαρτίες. Μετά από αυτό, θα μπορούσα να πω πως έγινα πιο προνοητικός (κυρίως στο θέμα καθημερινού προγραμματισμού μου).
Νωρίς εκείνο το μεσημέρι επιστρέφοντας από κάπου που δεν υπάρχει λόγος να θυμηθώ, έκανα μια στάση στο πολυκατάστημα που βρισκόταν κοντά στο διαμέρισμά μου. Είχα επισκεφτεί αρκετές φορές εκείνο το μέρος και τη διαδρομή την ήξερα καλά. Τα ποτά περίμεναν στον προτελευταίο διάδρομο, στο πίσω μέρος του καταστήματος. Δεν είχε πολύ κόσμο. Ήτανε ήσυχα. Δεν υπήρχε λόγος για να βιαστώ. Περπάτησα αργά τον στενό διάδρομο με τα μπλε και κόκκινα ράφια. Στο βάθος μια γυναίκα με μακριά υπέροχα πόδια στεκόταν ακίνητη. Έμοιαζε να περιμένει ώρες ολόκληρες. Μέρες. Χρόνια. Την πλησίασα.
Είδε πως την κοιτούσα τόσο μα τόσο επίμονα και χαμογέλασε συγκαταβατικά στις προκλητικές μου ομολογούμενες σκέψεις. Την πλησίασα και στάθηκα δίπλα της για μερικές στιγμές. Άρπαξε ένα φίνο ουίσκι από το ράφι που φαινόταν να γνώριζε καλά και περπάτησε κουνώντας προκλητικά τον όμορφό της κώλο προς την έξοδο. Την ακολούθησα με αργά, σχεδόν κουρασμένα, μα γεμάτα ενδιαφέρον βήματα. Μου χαμογέλασε και πάλι. Πιο ψυχρά αυτή τη φορά. Βγήκα πρώτος. Αντικρίζοντας το ροζέ, με ένα απείκασμα μετεξέλιξης σε κόκκινο σα το καλιφορνέζικο κρασί, χρώμα του ουρανού, αναρωτήθηκα γιατί συμβαίνουν όλα αυτά τα περίεργα που θυμίζουν σκηνικά από ζωές κάποιων άλλων σε εμένα...
Όταν ο χωματόδρομος έφτασε στο τέλος του, περπατούσε ακόμα δίπλα μου. Φτάσαμε στο διαμέρισμά μου. Τα μάγουλά της είχαν γίνει κόκκινα από το κρύο. Ετοίμασα δύο ποτά. Της πρόσφερα το ένα. Έπινα σταθερά με μεγάλες γουλιές. Εκείνη ίσως γρηγορότερα. Καθόταν αμίλητη απέναντι μου.
«Πως σε λένε;»
«Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις.»
«Σίγουρα θα σκεφτώ κάτι. Αλλά όχι τώρα. Θα το κάνω το βράδυ με την ησυχία μου προσπαθώντας να ξεμεθύσω πάνω σε αυτά τα κρύα πλήκτρα που βλέπεις..»
«Είσαι συγγραφέας;»
έκανε κοιτώντας τη μαύρη μου underwood που είχα ακουμπισμένη πάνω σε ένα μεταλλικό γραφείο δίπλα στη μικρή μου βιβλιοθήκη.
«Όχι.»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα.
Και έπειτα πάλι ησυχία. Έξω ο καιρός άρχιζε να χαλάει. Το αισθανόμουν.
Το ποτό μου τελείωσε. Την κοίταξα βαθιά μέσα στα σμαραγδένια μάτια της και κατέβασα γρήγορα ένα ακόμα ποτήρι, δίχως πάγο αυτή τη φορά..
Το μπουκάλι με το ουίσκι έβλεπα να αδειάζει με ικανοποιητικό ρυθμό. Άρχιζα επιτέλους να νοιώθω λιγότερο ζώο. Εκείνη συνεχίζοντας ακάθεκτα να πίνει, άρχισε να μου μιλάει για το «παρελθόν» της στο πολυκατάστημα. Κάθε βράδυ μετά το σχόλασμα έπαιρνε τους δρόμους για τα μπαρ που συνέχιζαν στο αύριο.
«Έχουμε κάτι κοινό εμείς οι δύο» είπα και αμέσως ρώτησε να μάθει, με τα μάτια της ν’ αστράφτουν περιέργεια.
«Κάνουμε κάθε αύριο να μοιάζει ίδιο με το χθες..»
Χαμογέλασε και σταύρωσε τα πόδια της αφήνοντάς με να διατρέχω με τα μάτια μου το μήκος τους. Φορούσε ένα στενό τζιν παντελόνι που ήμουν σίγουρος πως με δυσκολία χωρούσε μέσα του τις απίστευτες ερωτικές της ιστορίες.
Το πρόσωπό της φωτίστηκε για πρώτη φορά. Σύρθηκα μέχρι το ψυγείο και έφερα δύο εξάδες μπύρες.
«Δεν έχει άλλο ουίσκι;»
Τις επέστρεψα στο χώρο που προσωρινά τις φιλοξενούσε και γύρισα με ένα καινούριο μπουκάλι. Γεμίσαμε και πάλι τα ποτήρια μας κάνοντας πρόποση στο αύριο.
Το κοινό σημείο που μας ένωνε και παράλληλα μας χώριζε με τη «Σμαράγδα», ήταν η πίστη μας σε κάτι το καλύτερο. Εγώ βλέπετε γνώριζα πολύ καλά πως οι μεθυσιακές μας ελπίδες μετατρέπονται πάντα σε ατέλειωτη στάχτη σε κάθε πρωινό hangover.
Το δωμάτιο γέμισε με καπνό και οι φλέβες μας με χρυσαφί υγρό. Τη πλησίασα και φιληθήκαμε σα να υπήρχε «αγάπη». Στο πίσω δωμάτιο, εκεί που κρύβω τα πιο παρανοϊκά μου όνειρα, συνεχίσαμε τη «παράσταση» που δίναμε μπροστά σε θεούς, ημίθεους, δαίμονες και θάνατο.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και γδύσαμε ο ένας το μυαλό του άλλου με γρήγορες μηχανικές κινήσεις. Αναμαλλιαστήκαμε και γίναμε ένα κουβάρι στροβιλιζόμενοι ο ένας γύρω απ’ τον άλλο στη δύνη των κτηνωδών αισθήσεών μας γεμάτοι από πόθο, και φιληθήκαμε ανταλλάζοντας λίγο απ’ το αλκοόλ που αποθηκεύαμε στα σώματά μας αιώνες τώρα. Χάιδευα το στητό της στήθος και εκείνη λεπτό με το λεπτό άρχισε να αφήνεται στ’ αφεντικό της βλακείας. Οι φαντασιώσεις μου ήταν βάσιμες γιατί το σώμα της ήταν όπως ακριβός είχα φανταστεί λίγο πριν παραδοθώ. Μπήκα και βγήκα αργά και έπειτα πιο γρήγορα, μέχρι που τελειώσαμε το παιχνίδι μας γογγύζοντας και ξεφυσώντας και υποκλιθήκαμε σ’ όλους εσάς και στο Θεό.
Σηκώθηκα και επέστρεψα με το μισοάδειο μπουκάλι. Την αντίκρισα μπροστά στο παράθυρο να κρατάει το πράσινο παλτό με το κόκκινο όνομα του πολυκαταστήματος. Το πέταξε μακριά.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και αρχίσαμε να πίνουμε με πιο μικρές γουλιές απ’ το μπουκάλι.
«Έχεις τσιγάρο; Τα δικά μου ήταν στη τσέπη του παλτού.» Της έδωσα ένα απ’ τα δικά μου. Προσπάθησε να το ανάψει και τα κατάφερε με το δεύτερο σπίρτο.
«Δε θα ρωτήσεις γιατί το πέταξα;»
«Όχι.»
Χαμογέλασε δίχως να πει τίποτα παραπάνω. Αυτό με ικανοποίησε.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα ακούγοντας τη πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει. Δεν ήταν δίπλα μου πια. Ούτε αυτή, ούτε τα ρούχα της, ούτε το πακέτο με τα σπίρτα. Κοιτώντας από το παράθυρο την είδα να ξεμακραίνει φορώντας το πράσινο παλτό με το κόκκινο όνομα του πολυκαταστήματος.
Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα και άρχισα να ψάχνω για φωτιά. Έξω ο καιρός ήταν ωραίος, κατάλληλος για μια επίσκεψη στα προάστια της πόλης. Κατέβηκα τις σκάλες και περπάτησα τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που η «Σμαράγδα» είχε διαλέξει.
Το σκηνικό τώρα μεταφέρεται και πάλι γύρω απ’ το μικρό μεταλλικό τραπέζι με τη μαύρη μου underwood, όπου με βρίσκει η συνέχεια ενώσω η νύχτα βρίσκεται στο δρόμο.
6/12/07
Κάποιο βράδυ λοιπόν, άνοιξα το ψυγείο για να πάρω τη πρώτη μπύρα, μα το μόνο που αντίκρισα ήταν σωροί από άδεια περιτυλίγματα ποτών και ένα δοχείο ξινισμένο γάλα. Έξω, μια ακόμα νυχτερινή επιδρομή μολυσμένης βροχής καλά κρατούσε. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι και τα σκυλιά γαβγίζαν λυσσασμένα τον κάθε κεραυνό που δυναμίτιζε με φόβους τα απονήρευτα αυτιά τους. Έψαξα για μια ομπρέλα που κάποτε ένας τύπος σ’ ένα μπαρ μου ‘χε χαρίσει, μα δε τη βρήκα πουθενά. Θαρρείς πως είχε βαρεθεί και εμένα και τα ατελείωτα μεθύσια μου και μ’ εγκατέλειψε για πάντα.
Τελικά φόρεσα το παλτό μου, κάλυψα το κεφάλι μου με μια πλαστική σακούλα και περπάτησα μέχρι το κοντινότερο ποτοπωλείο. Δεν απείχε και πολύ από το σπίτι. Μόλις δύο τετράγωνα. Όταν επέστρεψα, κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Έμοιαζα με κάποια υγρή μορφή της νύχτας που σέρνει πίσω της δεκάδες ανομολόγητες αμαρτίες. Μετά από αυτό, θα μπορούσα να πω πως έγινα πιο προνοητικός (κυρίως στο θέμα καθημερινού προγραμματισμού μου).
Νωρίς εκείνο το μεσημέρι επιστρέφοντας από κάπου που δεν υπάρχει λόγος να θυμηθώ, έκανα μια στάση στο πολυκατάστημα που βρισκόταν κοντά στο διαμέρισμά μου. Είχα επισκεφτεί αρκετές φορές εκείνο το μέρος και τη διαδρομή την ήξερα καλά. Τα ποτά περίμεναν στον προτελευταίο διάδρομο, στο πίσω μέρος του καταστήματος. Δεν είχε πολύ κόσμο. Ήτανε ήσυχα. Δεν υπήρχε λόγος για να βιαστώ. Περπάτησα αργά τον στενό διάδρομο με τα μπλε και κόκκινα ράφια. Στο βάθος μια γυναίκα με μακριά υπέροχα πόδια στεκόταν ακίνητη. Έμοιαζε να περιμένει ώρες ολόκληρες. Μέρες. Χρόνια. Την πλησίασα.
Είδε πως την κοιτούσα τόσο μα τόσο επίμονα και χαμογέλασε συγκαταβατικά στις προκλητικές μου ομολογούμενες σκέψεις. Την πλησίασα και στάθηκα δίπλα της για μερικές στιγμές. Άρπαξε ένα φίνο ουίσκι από το ράφι που φαινόταν να γνώριζε καλά και περπάτησε κουνώντας προκλητικά τον όμορφό της κώλο προς την έξοδο. Την ακολούθησα με αργά, σχεδόν κουρασμένα, μα γεμάτα ενδιαφέρον βήματα. Μου χαμογέλασε και πάλι. Πιο ψυχρά αυτή τη φορά. Βγήκα πρώτος. Αντικρίζοντας το ροζέ, με ένα απείκασμα μετεξέλιξης σε κόκκινο σα το καλιφορνέζικο κρασί, χρώμα του ουρανού, αναρωτήθηκα γιατί συμβαίνουν όλα αυτά τα περίεργα που θυμίζουν σκηνικά από ζωές κάποιων άλλων σε εμένα...
Όταν ο χωματόδρομος έφτασε στο τέλος του, περπατούσε ακόμα δίπλα μου. Φτάσαμε στο διαμέρισμά μου. Τα μάγουλά της είχαν γίνει κόκκινα από το κρύο. Ετοίμασα δύο ποτά. Της πρόσφερα το ένα. Έπινα σταθερά με μεγάλες γουλιές. Εκείνη ίσως γρηγορότερα. Καθόταν αμίλητη απέναντι μου.
«Πως σε λένε;»
«Μπορείς να με φωνάζεις όπως θέλεις.»
«Σίγουρα θα σκεφτώ κάτι. Αλλά όχι τώρα. Θα το κάνω το βράδυ με την ησυχία μου προσπαθώντας να ξεμεθύσω πάνω σε αυτά τα κρύα πλήκτρα που βλέπεις..»
«Είσαι συγγραφέας;»
έκανε κοιτώντας τη μαύρη μου underwood που είχα ακουμπισμένη πάνω σε ένα μεταλλικό γραφείο δίπλα στη μικρή μου βιβλιοθήκη.
«Όχι.»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα.
Και έπειτα πάλι ησυχία. Έξω ο καιρός άρχιζε να χαλάει. Το αισθανόμουν.
Το ποτό μου τελείωσε. Την κοίταξα βαθιά μέσα στα σμαραγδένια μάτια της και κατέβασα γρήγορα ένα ακόμα ποτήρι, δίχως πάγο αυτή τη φορά..
Το μπουκάλι με το ουίσκι έβλεπα να αδειάζει με ικανοποιητικό ρυθμό. Άρχιζα επιτέλους να νοιώθω λιγότερο ζώο. Εκείνη συνεχίζοντας ακάθεκτα να πίνει, άρχισε να μου μιλάει για το «παρελθόν» της στο πολυκατάστημα. Κάθε βράδυ μετά το σχόλασμα έπαιρνε τους δρόμους για τα μπαρ που συνέχιζαν στο αύριο.
«Έχουμε κάτι κοινό εμείς οι δύο» είπα και αμέσως ρώτησε να μάθει, με τα μάτια της ν’ αστράφτουν περιέργεια.
«Κάνουμε κάθε αύριο να μοιάζει ίδιο με το χθες..»
Χαμογέλασε και σταύρωσε τα πόδια της αφήνοντάς με να διατρέχω με τα μάτια μου το μήκος τους. Φορούσε ένα στενό τζιν παντελόνι που ήμουν σίγουρος πως με δυσκολία χωρούσε μέσα του τις απίστευτες ερωτικές της ιστορίες.
Το πρόσωπό της φωτίστηκε για πρώτη φορά. Σύρθηκα μέχρι το ψυγείο και έφερα δύο εξάδες μπύρες.
«Δεν έχει άλλο ουίσκι;»
Τις επέστρεψα στο χώρο που προσωρινά τις φιλοξενούσε και γύρισα με ένα καινούριο μπουκάλι. Γεμίσαμε και πάλι τα ποτήρια μας κάνοντας πρόποση στο αύριο.
Το κοινό σημείο που μας ένωνε και παράλληλα μας χώριζε με τη «Σμαράγδα», ήταν η πίστη μας σε κάτι το καλύτερο. Εγώ βλέπετε γνώριζα πολύ καλά πως οι μεθυσιακές μας ελπίδες μετατρέπονται πάντα σε ατέλειωτη στάχτη σε κάθε πρωινό hangover.
Το δωμάτιο γέμισε με καπνό και οι φλέβες μας με χρυσαφί υγρό. Τη πλησίασα και φιληθήκαμε σα να υπήρχε «αγάπη». Στο πίσω δωμάτιο, εκεί που κρύβω τα πιο παρανοϊκά μου όνειρα, συνεχίσαμε τη «παράσταση» που δίναμε μπροστά σε θεούς, ημίθεους, δαίμονες και θάνατο.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και γδύσαμε ο ένας το μυαλό του άλλου με γρήγορες μηχανικές κινήσεις. Αναμαλλιαστήκαμε και γίναμε ένα κουβάρι στροβιλιζόμενοι ο ένας γύρω απ’ τον άλλο στη δύνη των κτηνωδών αισθήσεών μας γεμάτοι από πόθο, και φιληθήκαμε ανταλλάζοντας λίγο απ’ το αλκοόλ που αποθηκεύαμε στα σώματά μας αιώνες τώρα. Χάιδευα το στητό της στήθος και εκείνη λεπτό με το λεπτό άρχισε να αφήνεται στ’ αφεντικό της βλακείας. Οι φαντασιώσεις μου ήταν βάσιμες γιατί το σώμα της ήταν όπως ακριβός είχα φανταστεί λίγο πριν παραδοθώ. Μπήκα και βγήκα αργά και έπειτα πιο γρήγορα, μέχρι που τελειώσαμε το παιχνίδι μας γογγύζοντας και ξεφυσώντας και υποκλιθήκαμε σ’ όλους εσάς και στο Θεό.
Σηκώθηκα και επέστρεψα με το μισοάδειο μπουκάλι. Την αντίκρισα μπροστά στο παράθυρο να κρατάει το πράσινο παλτό με το κόκκινο όνομα του πολυκαταστήματος. Το πέταξε μακριά.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και αρχίσαμε να πίνουμε με πιο μικρές γουλιές απ’ το μπουκάλι.
«Έχεις τσιγάρο; Τα δικά μου ήταν στη τσέπη του παλτού.» Της έδωσα ένα απ’ τα δικά μου. Προσπάθησε να το ανάψει και τα κατάφερε με το δεύτερο σπίρτο.
«Δε θα ρωτήσεις γιατί το πέταξα;»
«Όχι.»
Χαμογέλασε δίχως να πει τίποτα παραπάνω. Αυτό με ικανοποίησε.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα ακούγοντας τη πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει. Δεν ήταν δίπλα μου πια. Ούτε αυτή, ούτε τα ρούχα της, ούτε το πακέτο με τα σπίρτα. Κοιτώντας από το παράθυρο την είδα να ξεμακραίνει φορώντας το πράσινο παλτό με το κόκκινο όνομα του πολυκαταστήματος.
Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα και άρχισα να ψάχνω για φωτιά. Έξω ο καιρός ήταν ωραίος, κατάλληλος για μια επίσκεψη στα προάστια της πόλης. Κατέβηκα τις σκάλες και περπάτησα τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που η «Σμαράγδα» είχε διαλέξει.
Το σκηνικό τώρα μεταφέρεται και πάλι γύρω απ’ το μικρό μεταλλικό τραπέζι με τη μαύρη μου underwood, όπου με βρίσκει η συνέχεια ενώσω η νύχτα βρίσκεται στο δρόμο.
6/12/07
2 σχόλια:
ωραίο το κείμενο σου.
γεμάτο αισθήματα ποτισμένα με αλκόολ και μια περίεργη ανθρωπιά.
Σε ευχαριστώ πολύ. Έτσι ακριβώς είναι. Αισθήματα ποτισμένα με αλκόολ, περίεργη ανθρωπιά και μπόλικη καθημερινή παραφροσίνη. Κείμενο αφιερωμένο στους απανταχού καημένους καταναλωτές.
Δημοσίευση σχολίου